Anonymous

φλέδων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλέδων''': -ονος, ὁ, ἡ, ([[φλέω]]) [[φλύαρος]], [[λάλος]], Τίμων παρὰ Διογέν. Λαερτ. 6. 18· ἐν τῇ γεν. πληθ. -δόνων· ἐπὶ γυναικός, ψευδόμαντίς εἰμι [[θυροκόπος]] [[φλέδων]]; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1195. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φλέδων]], ὁ ἀλαζών, [[εὐήθης]]». ΙΙ. φλεδών, όνος, ἡ, [[ματαιολογία]], [[φλυαρία]], Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 462F, Πλουτ. 2. 420Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 127.
|lstext='''φλέδων''': -ονος, ὁ, ἡ, ([[φλέω]]) [[φλύαρος]], [[λάλος]], Τίμων παρὰ Διογέν. Λαερτ. 6. 18· ἐν τῇ γεν. πληθ. -δόνων· ἐπὶ γυναικός, ψευδόμαντίς εἰμι [[θυροκόπος]] [[φλέδων]]; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1195. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φλέδων]], ὁ ἀλαζών, [[εὐήθης]]». ΙΙ. φλεδών, όνος, ἡ, [[ματαιολογία]], [[φλυαρία]], Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 462F, Πλουτ. 2. 420Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 127.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />bavard.<br />'''Étymologie:''' [[φλέω]].
}}
}}