Anonymous

περιφράσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιφράσσω''': Ἀττ. -ττω, [[φράττω]] ἢ ὀχυρώνω ὁλόγυρα, προφυλάττω [[πανταχόθεν]], ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας Πλάτ. Πολ. 365Β˙ σεαυτὸν φιλίᾳ περιφράξας Φωτ. Ἐπιστ. σ. 28. 38˙ ― Παθ., αὖται δὲ πίλοις περιπεφραγμέναι Ἱππ. π. Ἀέρ. 291˙ [[πόλις]] περιπεφρ. Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ. 2) [[περικλείω]] τι, [[φράττω]] ὁλόγυρα, λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 5.
|lstext='''περιφράσσω''': Ἀττ. -ττω, [[φράττω]] ἢ ὀχυρώνω ὁλόγυρα, προφυλάττω [[πανταχόθεν]], ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας Πλάτ. Πολ. 365Β˙ σεαυτὸν φιλίᾳ περιφράξας Φωτ. Ἐπιστ. σ. 28. 38˙ ― Παθ., αὖται δὲ πίλοις περιπεφραγμέναι Ἱππ. π. Ἀέρ. 291˙ [[πόλις]] περιπεφρ. Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ. 2) [[περικλείω]] τι, [[φράττω]] ὁλόγυρα, λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 5.
}}
{{bailly
|btext=entourer d’une barrière <i>ou</i> d’une enceinte.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φράσσω]].
}}
}}