Anonymous

οὔπως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὔπως''': ἢ οὔ πως, Ἰων. [[οὔκως]], ἐπίρρ., [[οὐδαμῶς]], κατ’ οὐδένα τρόπον, [[οὐδόλως]], ἐπιτεινομένης πλεῖστον ὅσον τῆς ἀρνήσεως, Ἰλ. Δ. 320, κλ.· διαιρούμενον διὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ μέν πως, Β. 203., Δ. 158, κτλ.
|lstext='''οὔπως''': ἢ οὔ πως, Ἰων. [[οὔκως]], ἐπίρρ., [[οὐδαμῶς]], κατ’ οὐδένα τρόπον, [[οὐδόλως]], ἐπιτεινομένης πλεῖστον ὅσον τῆς ἀρνήσεως, Ἰλ. Δ. 320, κλ.· διαιρούμενον διὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ μέν πως, Β. 203., Δ. 158, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en aucune façon, nullement.<br />'''Étymologie:''' [[οὐ]], [[πῶς]].
}}
}}