Anonymous

ἐξήκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξήκω''': μέλλ. -ξω, [[φθάνω]], ἐξήκεις δ’ ἵνα φανεῖς [[ὁποῖος]] ὢν ἀνὴρ ἐμὸς καλεῖ, ἦλθες εἰς ὥραν καθ’ ἣν πρέπει νὰ δείξῃς [[ὁποῖος]] ὢν καλεῖσαι [[υἱός]] μου, Σοφ. Τρ. 1157· [[ἅλις]] ἵν’ ἐξήκεις δακρύων, φθάνουν πλέον τὰ δάκρυα, ἀρκετὰ δάκρυα ἔχυσες, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1515· ἀτελές τι καὶ οὐκ ἐξῆκον [[ἐκεῖσε]]... οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Πλάτ. Πολ. 530Ε· [[δεῦρο]] ἐξ. ὁ αὐτὸς ἐν Ἐπιν. 987Α· εἴς τι Πλούτ. 2. 833F, κτλ.· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἐξ. ὁδὸν Σοφ. Ἠλ. 1318. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἔχω λήξει, ἔχω τελειώσει, ὡς ἐξήκει τέ οἱ ὁ [[χρόνος]] τῆς ζημίης, καὶ ὅτε ἔληξεν ὁ [[χρόνος]] τῆς τιμωρίας του, Ἡρόδ. 2. 111, Σοφ. Φιλ. 199, Λυσ. 109. 14, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 36· [[πρίν]] μοι μοῖραν ἐξήκειν βίου Σοφ. Ἀντ. 896· ἐξήκει ἡ [[ἀρχή]], ἡ [[προθεσμία]] Πλάτ. Νόμοι 766C, Νόμος παρὰ Δημ. 1055. 4. 2)ἐπὶ προφητειῶν, ἐνυπνίων κλ., ἐκπληροῦμαι, βασιλέος ὀνομασθέντος τοῦ παιδός, ἐξήκειν τε τὸν [[ὄνειρον]] Ἡρόδ. 1. 120., 6. 80· τὰ πάντα ἂν ἐξήκοι σαφῆ Σοφ. Ο. Τ. 1182· πρβλ. [[ἐξέρχομαι]] ΙΙΙ.
|lstext='''ἐξήκω''': μέλλ. -ξω, [[φθάνω]], ἐξήκεις δ’ ἵνα φανεῖς [[ὁποῖος]] ὢν ἀνὴρ ἐμὸς καλεῖ, ἦλθες εἰς ὥραν καθ’ ἣν πρέπει νὰ δείξῃς [[ὁποῖος]] ὢν καλεῖσαι [[υἱός]] μου, Σοφ. Τρ. 1157· [[ἅλις]] ἵν’ ἐξήκεις δακρύων, φθάνουν πλέον τὰ δάκρυα, ἀρκετὰ δάκρυα ἔχυσες, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1515· ἀτελές τι καὶ οὐκ ἐξῆκον [[ἐκεῖσε]]... οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Πλάτ. Πολ. 530Ε· [[δεῦρο]] ἐξ. ὁ αὐτὸς ἐν Ἐπιν. 987Α· εἴς τι Πλούτ. 2. 833F, κτλ.· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἐξ. ὁδὸν Σοφ. Ἠλ. 1318. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἔχω λήξει, ἔχω τελειώσει, ὡς ἐξήκει τέ οἱ ὁ [[χρόνος]] τῆς ζημίης, καὶ ὅτε ἔληξεν ὁ [[χρόνος]] τῆς τιμωρίας του, Ἡρόδ. 2. 111, Σοφ. Φιλ. 199, Λυσ. 109. 14, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 36· [[πρίν]] μοι μοῖραν ἐξήκειν βίου Σοφ. Ἀντ. 896· ἐξήκει ἡ [[ἀρχή]], ἡ [[προθεσμία]] Πλάτ. Νόμοι 766C, Νόμος παρὰ Δημ. 1055. 4. 2)ἐπὶ προφητειῶν, ἐνυπνίων κλ., ἐκπληροῦμαι, βασιλέος ὀνομασθέντος τοῦ παιδός, ἐξήκειν τε τὸν [[ὄνειρον]] Ἡρόδ. 1. 120., 6. 80· τὰ πάντα ἂν ἐξήκοι σαφῆ Σοφ. Ο. Τ. 1182· πρβλ. [[ἐξέρχομαι]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=venir au terme de, aboutir :<br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> [[ἐξ]]. ὁδόν SOPH arriver au terme du voyage ; <i>fig.</i> [[ἅλις]] ἵν’ ἐξήκεις δακρύων SOPH c’est assez (d’en être venu) où tu en es venu pleurant, <i>càd</i> tu as assez pleuré;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i>;<br /><b>3</b> <i>en parl. d’oracles qui s’accomplissent</i> τὰ πάντ’ ἂν ἐξήκοι σαφῆ SOPH tout semble bien être devenu clair.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἥκω]].
}}
}}