Anonymous

μνημόνευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μνημόνευμα''': τό, [[ἐνέργεια]] τῆς μνήμης, τὸ μνημονευόμενον, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 16, Πλούτ. 2. 786Ε. 2) [[ἀνάμνησις]] ἢ [[μνεία]] τοῦ παρελθόντος, Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 13, Λουκιαν. περὶ Ὀρχ. 44.
|lstext='''μνημόνευμα''': τό, [[ἐνέργεια]] τῆς μνήμης, τὸ μνημονευόμενον, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 16, Πλούτ. 2. 786Ε. 2) [[ἀνάμνησις]] ἢ [[μνεία]] τοῦ παρελθόντος, Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 13, Λουκιαν. περὶ Ὀρχ. 44.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce dont on garde le souvenir, ce à quoi l’on songe.<br />'''Étymologie:''' [[μνημονεύω]].
}}
}}