Anonymous

ταλαιπωρία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰλαιπωρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, βαρεῖα καὶ [[ἐπίμοχθος]] [[ἐργασία]], πολὺς [[κόπος]], Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 293· ἀλλὰ καὶ [[ἁπλῶς]], τακτικὴ [[χρῆσις]], [[ἐνέργεια]], ἐξάσκησις, τῆς χειρὸς ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 821. 2) ὑπερβολικὸς [[κόπος]], [[κακοπάθεια]], [[ἀθλιότης]], Θουκ. 4. 117· τῇ τοῦ σώματος τ. Ἀνδοκ. 22. 1· ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλ. Πολύβ. 3. 17, 8· ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Ἡρόδ. 6. 11· τετρυμένοι... ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ [[αὐτόθι]] 12. 3) σωματικὸν [[πάθημα]] ἢ [[πόνος]] προξενούμενος ἐκ νόσου, Θουκ. 2. 49.
|lstext='''τᾰλαιπωρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, βαρεῖα καὶ [[ἐπίμοχθος]] [[ἐργασία]], πολὺς [[κόπος]], Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 293· ἀλλὰ καὶ [[ἁπλῶς]], τακτικὴ [[χρῆσις]], [[ἐνέργεια]], ἐξάσκησις, τῆς χειρὸς ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 821. 2) ὑπερβολικὸς [[κόπος]], [[κακοπάθεια]], [[ἀθλιότης]], Θουκ. 4. 117· τῇ τοῦ σώματος τ. Ἀνδοκ. 22. 1· ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλ. Πολύβ. 3. 17, 8· ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Ἡρόδ. 6. 11· τετρυμένοι... ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ [[αὐτόθι]] 12. 3) σωματικὸν [[πάθημα]] ἢ [[πόνος]] προξενούμενος ἐκ νόσου, Θουκ. 2. 49.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />peine, fatigue, misère, <i>particul.</i> souffrance.<br />'''Étymologie:''' [[ταλαίπωρος]].
}}
}}