3,274,246
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δολῐχοδρόμος''': -ον, ὁ τρέχων τὸν δόλιχον, ὡς τὸ [[σταδιοδρόμος]], Πλάτ. Πρωτ. 335Ε, Ξεν. Συμπ. 2, 17· δολιχαδρόμος ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2758· - δολιχοδρομεύς, ὁ, Ἐπιγρ. Amer. Inst. 3. 292. | |lstext='''δολῐχοδρόμος''': -ον, ὁ τρέχων τὸν δόλιχον, ὡς τὸ [[σταδιοδρόμος]], Πλάτ. Πρωτ. 335Ε, Ξεν. Συμπ. 2, 17· δολιχαδρόμος ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2758· - δολιχοδρομεύς, ὁ, Ἐπιγρ. Amer. Inst. 3. 292. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui fournit la course du long stade.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], [[δραμεῖν]]. | |||
}} | }} |