Anonymous

σιτοποιός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτοποιός''': ὁ, ἡ· ― σ. [[ἀνάγκη]], τὸ [[ἔργον]] τοῦ ἀλέθειν καὶ ψήνειν, Εὐρ. Ἑκ. 362. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀλέθων τὸν σῖτον εἰς τὸν χειρόμυλον, οἱ σ. ἐκ τῶν μυλώνων Θουκ. 6. 22· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ., γυνὴ παρασκευάζουσα ἄρτον, ψήνουσα αὐτόν, Ἡρόδ. 3. 150· γυναῖκες σ. ὁ αὐτ. 7. 187, Θουκ. 2. 78· ἀντίθετον τῷ [[ὀψοποιός]] (ὁ παρασκευάζων τὰ φαγητά), Πλάτ. Γοργ. 517D, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· τῷ [[μάγειρος]], Πλουτ. Ἀλέξ. 23. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἀρτοκόπος]]». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.
|lstext='''σῑτοποιός''': ὁ, ἡ· ― σ. [[ἀνάγκη]], τὸ [[ἔργον]] τοῦ ἀλέθειν καὶ ψήνειν, Εὐρ. Ἑκ. 362. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀλέθων τὸν σῖτον εἰς τὸν χειρόμυλον, οἱ σ. ἐκ τῶν μυλώνων Θουκ. 6. 22· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ., γυνὴ παρασκευάζουσα ἄρτον, ψήνουσα αὐτόν, Ἡρόδ. 3. 150· γυναῖκες σ. ὁ αὐτ. 7. 187, Θουκ. 2. 78· ἀντίθετον τῷ [[ὀψοποιός]] (ὁ παρασκευάζων τὰ φαγητά), Πλάτ. Γοργ. 517D, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· τῷ [[μάγειρος]], Πλουτ. Ἀλέξ. 23. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἀρτοκόπος]]». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui fait du pain ; ὁ [[σιτοποιός]] boulanger;<br /><b>2</b> qui concerne la fabrication du pain : σιτοποιὸς [[ἀνάγκη]] EUR l’obligation de faire le pain.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ποιέω]].
}}
}}