Anonymous

δυσπρόσιτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπρόσῐτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πλησιάσῃ τις, Διον. Ἁλ. 4. 54· ἐπὶ ἀνθρώπου, Εὐρ. Ι. Α. 345· πρβλ. [[δυσπρόσοδος]].
|lstext='''δυσπρόσῐτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πλησιάσῃ τις, Διον. Ἁλ. 4. 54· ἐπὶ ἀνθρώπου, Εὐρ. Ι. Α. 345· πρβλ. [[δυσπρόσοδος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’un abord difficile, peu affable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πρόσειμι]]².
}}
}}