Anonymous

γρυλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γρῡλίζω''': μεταγ. γρυλλίζω (Α. Β. 33, κτλ.)˙ Δωρ. μέλ. γρυλιξεῖτε Ἀριστοφ. Ἀχ. 746˙ -γρυλλίζω, «μουγκρύζω», ἐπὶ χοίρων, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. , Πλ. 307.
|lstext='''γρῡλίζω''': μεταγ. γρυλλίζω (Α. Β. 33, κτλ.)˙ Δωρ. μέλ. γρυλιξεῖτε Ἀριστοφ. Ἀχ. 746˙ -γρυλλίζω, «μουγκρύζω», ἐπὶ χοίρων, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. , Πλ. 307.
}}
{{bailly
|btext=grogner <i>en parl. d’un porc</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[γρῦ]].
}}
}}