Anonymous

εὔπειστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπειστος''': -ον, (πείθομαι) ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως πειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2: πρβλ. [[εὔπιστος]].
|lstext='''εὔπειστος''': -ον, (πείθομαι) ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως πειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2: πρβλ. [[εὔπιστος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au sujet de quoi il est facile de persuader.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πείθω]].
}}
}}