Anonymous

ἄνοπλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνοπλος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] τοῦ ὅπλου, δηλ. τῆς [[μεγάλης]] ἀσπίδος· ἐπὶ τῶν Περσῶν, οἵτινες ἔφερον μόνον γέρρα. Ἡρόδ. 9. 62· [[καθόλου]], ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Εὐθύδ. 299Β· τὸ ἄνοπλον ἀντιθέτως πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, ἐπὶ πολιτῶν μὴ φερόντων ὅπλα, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 1: ― ἐπὶ πλοίων, [[χωρίς]] «[[ἐξάρτια]]» κτλ., Πολύβ. 2. 12. 3. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ, ἴδε [[ἄοπλος]].
|lstext='''ἄνοπλος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] τοῦ ὅπλου, δηλ. τῆς [[μεγάλης]] ἀσπίδος· ἐπὶ τῶν Περσῶν, οἵτινες ἔφερον μόνον γέρρα. Ἡρόδ. 9. 62· [[καθόλου]], ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Εὐθύδ. 299Β· τὸ ἄνοπλον ἀντιθέτως πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, ἐπὶ πολιτῶν μὴ φερόντων ὅπλα, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 1: ― ἐπὶ πλοίων, [[χωρίς]] «[[ἐξάρτια]]» κτλ., Πολύβ. 2. 12. 3. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ, ἴδε [[ἄοπλος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans bouclier.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὅπλον]].
}}
}}