Anonymous

δρέπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρέπτω''': ποιητ. ἀντὶ [[δρέπω]], [[κόπτω]], ἰδίως [[ὅπως]] συλλέξω, Ἐπ. παρατ. δρέπτον, Μόσχ. 2. 69· συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ, Ὀππ. Κ. 2. 38, Ἀνθ. Πλαν. 4. 231, κτλ.
|lstext='''δρέπτω''': ποιητ. ἀντὶ [[δρέπω]], [[κόπτω]], ἰδίως [[ὅπως]] συλλέξω, Ἐπ. παρατ. δρέπτον, Μόσχ. 2. 69· συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ, Ὀππ. Κ. 2. 38, Ἀνθ. Πλαν. 4. 231, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[δρέπω]].
}}
}}