Anonymous

ἅπερ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅπερ''': οὐδ. πληθ. τοῦ [[ὅσπερ]], ὃ ἴδε, παρ’ Ἀττ. [[συχν]]. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. = [[ὥσπερ]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 660, Σοφ. Αἴ. 167, Ο. Τ. 176, Ξεν. κλ.
|lstext='''ἅπερ''': οὐδ. πληθ. τοῦ [[ὅσπερ]], ὃ ἴδε, παρ’ Ἀττ. [[συχν]]. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. = [[ὥσπερ]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 660, Σοφ. Αἴ. 167, Ο. Τ. 176, Ξεν. κλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />v. [[ὅσπερ]].
}}
}}