3,274,313
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Νεοπτόλεμος''': ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Πύρρου υἱοῦ τοῦ Ἀχιλλέως, [[νέος]] [[πολεμιστής]], [[ἐπειδὴ]] ἀργὰ ἦλθεν εἰς τὴν Τροίαν, πιθαν. οὐχὶ Ὁμηρικόν, ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Τ. 327, Nitzsch εἰς Ἰλ. Λ. 505· [[[μετὰ]] συνιζήσεως τῶν δύο πρώτων συλλαβῶν, οἱονεὶ Νουπτ-, Σοφ. Φιλ. 4. 241, Εὐρ. Ἀνδρ. 14, Τρῳ. 1126]· -ἐπίθ., Νεοπτολέμειος [[τίσις]], Παυσ. 4. 17, 4. | |lstext='''Νεοπτόλεμος''': ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Πύρρου υἱοῦ τοῦ Ἀχιλλέως, [[νέος]] [[πολεμιστής]], [[ἐπειδὴ]] ἀργὰ ἦλθεν εἰς τὴν Τροίαν, πιθαν. οὐχὶ Ὁμηρικόν, ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Τ. 327, Nitzsch εἰς Ἰλ. Λ. 505· [[[μετὰ]] συνιζήσεως τῶν δύο πρώτων συλλαβῶν, οἱονεὶ Νουπτ-, Σοφ. Φιλ. 4. 241, Εὐρ. Ἀνδρ. 14, Τρῳ. 1126]· -ἐπίθ., Νεοπτολέμειος [[τίσις]], Παυσ. 4. 17, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />Néoptolème, <i>fils d’Achille</i>.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πτόλεμος]]. | |||
}} | }} |