Anonymous

ἀνδρεῖος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρεῖος''': -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀλλ’ ὁ Ἡρόδ. τηρεῖ τὸν κοινὸν τύπον ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἀνδρειότερος, -ότατος 1. 79, 123: - ([[ἀνήρ]]) [[ἀνδρικός]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[γυναικεῖος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 123· [[θαἰμάτια]] τἀνδρεῖα, τὰ ἀνδρικά, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 75· ἀνδρεῖα δ’ ἢν ποιῇ τις ὁ αὐτ. Θεσμ. 154, Πλάτ., Ξεν., πέπλοι Θεόκρ. 28. 10 ([[ἔνθα]] ἀνδρέϊοι)· αὐλὸς (ἴδε [[αὐλός]]) Ἡρόδ. 1. 17· ἀνδρ. [[ἀγορά]], ἡ ἀγορὰ τῶν ἀνδρῶν, Ἐπιγρ. Κυζ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 3657· (οὕτω, γυναικεῖα ἀγορὰ Μένανδ. ἐν «Συναριστώσαις» 7)· [[ἀνδρεῖος]] (δηλ. [[σύλλογος]]) Ἐπιγρ. Δωρικὴ ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. 1. 24· ἀνδρεῖα ἠμπίσχετο, «φοροῦσεν ἀνδρικά», vestem virilem, Διογ. Λ. 3. 46. ΙΙ. [[ἀνδρεῖος]], [[γενναῖος]], [[θαρραλέος]], Ἡρόδ. 7. 153, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ἔτι δὲ καὶ [[γυνή]], ὡς, δεῖ τὴν γυναῖκα [[εἶναι]] σώφρονα καὶ ἀνδρείαν Ἀριστ. Πολ. 1. 13, 3., 3. 4, 17· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἰσχυρογνώμων]], εἰ καὶ [[πάνυ]] [[ἀναίσχυντος]] εἶ καὶ ἀνδρ. τὰ τοιαῦτα Λουκ. Πρὸς Ἀπαιδ. 3: - οὐδ. τὸ ἀνδρεῖον = [[ἀνδρεία]], Θουκ. 2. 39· καὶ τοῦτο δὴ τἀνδρεῖον, ἡ [[προμηθία]], τοῦτο [[εἶναι]] ἀληθὴς [[ἀνδρεία]], ἡ [[πρόνοια]], Εὐκρ. Ἱκ. 510· ἔβησαν πρὸς τἀνδρεῖον (ὡς τὸ πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι) ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 683: - Ἐπίρρ. -ως Ἀριστοφ. Εἰρ. 498, καὶ ἀλλ. ὑπερθ. -ότατα Πλάτ. Πολιτ. 262 Α. 2) ἐπὶ ζῴων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 32, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 196D καὶ Ε. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἰσχυρός]], [[ζωηρός]], λαφυγμὸν ἀνδρεῖον [[πάνυ]] Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 22· [[ἔργον]] Ἀριστοφ. Σφ. 1200· [[θήρατρον]] Αἰλ. Π. Ἱ. 1. 1. ΙΙΙ. ἀνδρεῖα, τὰ, τὰ συσσίτια τῶν Κρητῶν, [[προσέτι]] τὸ ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] τῶν παρὰ Σπαρτιάταις φειδιτίων ἢ φιλιτίων (ἴδε τὰς λέξεις), Ἀλκμὰν 37, Ἀριστ. Πολ. 2. 10. 5 ([[ἔνθα]], ὡς ἐν Πλουτ. Λυκούργῳ 12, [[εἶναι]] γεγραμμένον [[ἄνδρια]]), πρβλ. Μυλλ. π. Δωρ. 4. 3, 3: - [[ὡσαύτως]], τὸ ἀνδρήϊον, Κρητικὴ [[λέξις]], ἡ δημοσία [[αἴθουσα]], Ἐπιγρ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 2554. 51., 2556. 38.
|lstext='''ἀνδρεῖος''': -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀλλ’ ὁ Ἡρόδ. τηρεῖ τὸν κοινὸν τύπον ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἀνδρειότερος, -ότατος 1. 79, 123: - ([[ἀνήρ]]) [[ἀνδρικός]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[γυναικεῖος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 123· [[θαἰμάτια]] τἀνδρεῖα, τὰ ἀνδρικά, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 75· ἀνδρεῖα δ’ ἢν ποιῇ τις ὁ αὐτ. Θεσμ. 154, Πλάτ., Ξεν., πέπλοι Θεόκρ. 28. 10 ([[ἔνθα]] ἀνδρέϊοι)· αὐλὸς (ἴδε [[αὐλός]]) Ἡρόδ. 1. 17· ἀνδρ. [[ἀγορά]], ἡ ἀγορὰ τῶν ἀνδρῶν, Ἐπιγρ. Κυζ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 3657· (οὕτω, γυναικεῖα ἀγορὰ Μένανδ. ἐν «Συναριστώσαις» 7)· [[ἀνδρεῖος]] (δηλ. [[σύλλογος]]) Ἐπιγρ. Δωρικὴ ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. 1. 24· ἀνδρεῖα ἠμπίσχετο, «φοροῦσεν ἀνδρικά», vestem virilem, Διογ. Λ. 3. 46. ΙΙ. [[ἀνδρεῖος]], [[γενναῖος]], [[θαρραλέος]], Ἡρόδ. 7. 153, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ἔτι δὲ καὶ [[γυνή]], ὡς, δεῖ τὴν γυναῖκα [[εἶναι]] σώφρονα καὶ ἀνδρείαν Ἀριστ. Πολ. 1. 13, 3., 3. 4, 17· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἰσχυρογνώμων]], εἰ καὶ [[πάνυ]] [[ἀναίσχυντος]] εἶ καὶ ἀνδρ. τὰ τοιαῦτα Λουκ. Πρὸς Ἀπαιδ. 3: - οὐδ. τὸ ἀνδρεῖον = [[ἀνδρεία]], Θουκ. 2. 39· καὶ τοῦτο δὴ τἀνδρεῖον, ἡ [[προμηθία]], τοῦτο [[εἶναι]] ἀληθὴς [[ἀνδρεία]], ἡ [[πρόνοια]], Εὐκρ. Ἱκ. 510· ἔβησαν πρὸς τἀνδρεῖον (ὡς τὸ πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι) ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 683: - Ἐπίρρ. -ως Ἀριστοφ. Εἰρ. 498, καὶ ἀλλ. ὑπερθ. -ότατα Πλάτ. Πολιτ. 262 Α. 2) ἐπὶ ζῴων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 32, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 196D καὶ Ε. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἰσχυρός]], [[ζωηρός]], λαφυγμὸν ἀνδρεῖον [[πάνυ]] Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 22· [[ἔργον]] Ἀριστοφ. Σφ. 1200· [[θήρατρον]] Αἰλ. Π. Ἱ. 1. 1. ΙΙΙ. ἀνδρεῖα, τὰ, τὰ συσσίτια τῶν Κρητῶν, [[προσέτι]] τὸ ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] τῶν παρὰ Σπαρτιάταις φειδιτίων ἢ φιλιτίων (ἴδε τὰς λέξεις), Ἀλκμὰν 37, Ἀριστ. Πολ. 2. 10. 5 ([[ἔνθα]], ὡς ἐν Πλουτ. Λυκούργῳ 12, [[εἶναι]] γεγραμμένον [[ἄνδρια]]), πρβλ. Μυλλ. π. Δωρ. 4. 3, 3: - [[ὡσαύτως]], τὸ ἀνδρήϊον, Κρητικὴ [[λέξις]], ἡ δημοσία [[αἴθουσα]], Ἐπιγρ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 2554. 51., 2556. 38.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> d’homme ; τὰ [[ἀνδρεῖα]] repas public des hommes, en Crète;<br /><b>2</b> viril, courageux ; <i>p. anal.</i> ἀνδρεῖον [[θήρατρον]] ÉL filet solide ; τὸ ἀνδρεῖον THC courage viril.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]].
}}
}}