Anonymous

ὀργή: Difference between revisions

From LSJ
1,803 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀργή''': ἡ, φυσικὴ [[τάσις]] ἢ [[διάθεσις]] καὶ ὁρμὴ (ἴδε ἐν λ. [[ὀργάω]])· ἡ [[κρᾶσις]] ἢ ἰδιοσυγκρασία τινός, [[διάθεσις]], [[ἦθος]], [[χαρακτήρ]], αἰσθήματα, καρδία, κηφήνεσσι κοθούροις [[εἴκελος]] ὀργὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 302, πρβλ. Θέογν. 98. 214, 958, κτλ.· οὕτω, [[μείλιχος]], γλυκεῖα ὀργὴ Πινδ. Π. 9. 76· εὐανθεῖ ἐν ὀργᾷ παρμένων [[αὐτόθι]] 1. 173· ὀργῆς [[τραχύτης]] Αἰσχύλ. Πρ. 80· ὠμή, [[ἀτέραμνος]] ὀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 187, Πρ. 190, κτλ.· ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι, νοσούσης διαθέσεως, [[αὐτόθι]] 378 [ὁ Στοβ. σ. 171 ἀνεγίνωσκεν: ὀργῆς ματαίας, ὁ Πλούτ. καὶ ὁ Εὐστ. ψυχῆς νοσούσης]· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 205, Πινδ. Ι. 5. 44 (4. 38)· ἀλωπέκων ὀργαῖς ἴκελοι Πινδ. Π. 2. 141· κνωδάλων ἔχοντες [[ὀργὰς]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 763· ὀργαὶ ἀστυνόμοι, κοινωνικαὶ διαθέσεις, Σοφ. Ἀντ. 354 (πρβλ. [[σύντροφος]] 3)· ὀργαὶ νήπιοι Εὐρ. Τρῳ. 53· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, διεπειρᾶτο αὐτῶν τῆς τε ἀνδραγαθίης καὶ τῆς ὀργῆς Ἡρόδ. 6. 128· οὐ τῇ αὐτῇ ὀργῇ ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν τῷ ἔργῳ πράσσοντας Θουκ. 1. 140· τῇ ὀργῇ ... χαλεπῇ ἐχρῆτο [[αὐτόθι]] 130· [[ὀργὰς]] [[ἐπιφέρω]] τινί, [[προσαρμόζω]] τὴν διάθεσίν μου εἰς τὴν διάθεσιν ἑτέρου, Λατ. morigerari alicui, ὁ αὐτ. 8. 83· πρὸς τὰ παρόντα τὰς [[ὀργὰς]] ὁμοιοῦν ὁ αὐτ. 3. 82· τὴν τῶν πολλῶν ... ξυνιόντων ὀργὴν ... σοφίαν [[ἡγούμενος]] Πλάτ. Πολ. 493D. ΙΙ. [[πάθος]], [[ὀργή]], [[θυμός]], ὀργῇ χρέεσθαι (Ἀττ. χρῆσθαι), ὀργίζεσθαι, Ἡρόδ. 6. 85, Σοφ. Ο. Κ. 1241· ὀργὴν ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 3. 25· εἰ ..., Θουκ. 4. 122· ὀργῇ [[χάριν]] δοῦναι Σοφ. Ο. Κ. 855· ὀργῇ εἴκειν, χαρίζεσθαι Εὐρ. Ἑλ. 80, Ἀποσπ. 31· ὀργὴν ἔχειν τινὶ ἢ [[πρός]] τινα Ἀριστοφ. Εἰρ. 659, Ἰσοκρ. 6C· δι’ ὀργῆς ἔχειν τινὰ Θουκ. 5. 46· ἐν ὀργῇ ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὁ αὐτ. 2. 65, Δημ. 14. 2· τίθεσθαί τι εἰς ὀργὴν ὁ αὐτ. 273. 18· εἰς ὀργὴν πεσεῖν Εὐρ. Ὀρ. 696, κτλ.· ὀργῇ περιπίπτειν Δημ. 1470. 25· [[ἀλλά]], ἀνιέναι τῆς ὀργῆς, ὀργὴν χαλᾶν, μετριάζειν τὴν ὀργήν, ἡσυχάζειν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 700, Σφ. 727· ὀργὴν στορέσαι, καθησυχάσαι, Αἰσχύλ. Πρ. 190· ὀργὴν κατέχειν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 59 ὀργῆς κρατεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 25· ὀργὴν ἐμποιεῖν τινι, ποιεῖν τινα ὀργίζεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 793Ε· ὀργῆς [[τυγχάνω]], [[γίνομαι]] δεκτὸς μετ’ ὀργῆς, Δημ. 571. 11, κτλ.· ὀργὴν [[ἄκρος]], ἔχων προδιάθεσιν εἰς ὀργήν, ὡς τὸ [[ἀκράχολος]], Ἡρόδ. 1. 73· - ἐν τῷ πληθ., [[ὀργὰς]] ἀφιέναι Αἰσχύλ. Πρ. 315· φαίνειν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 326 κ. ἀλλ. 2) Ἐπίρρ. χρήσεως: ὀργῇ, ἐν ὀργῇ, «μὲ θυμόν», Ἡρόδ. 1. 61, 114, Σοφ. Ο. Τ. 405, κτλ.· ὀργᾷ περιόργῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 216 (λυρ.)· οὕτω, δι’ ὀργῆς Σοφ. Ο. Τ. 807, Θουκ. 2. 11· δι’ ὀργὴν Αἰσχύλ. Εὐμ. 981· ἐξ ὀργῆς Σοφ. Ἀντ. 766· κατ’ ὀργὴν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 933, κτλ.· μετ’ ὀργῆς Ἰσοκρ. 19C, Πλάτ. Ἀπολ. 34C· [[μετὰ]] τῆς ὀργῆς Δημ. 539. 11· πρὸς ὀργὴν Σοφ. Ἠλ. 369, Ἀριστοφ. Βάτρ. 844· ὀργῆς [[χάριν]], ὀργῆς ὕπο Εὐρ. Ἀνδρ. 688, Ι. Α. 353. 3) [[μετὰ]] γεν., Πανὸς ὀργαί, πανικὸς [[φόβος]] (δηλ. [[τρόμος]] ὃν ἐγείρει ἡ ὀργὴ τοῦ Πανός), Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1140· - [[ἀλλά]], β) [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμένου, [[ὀργή]] τινος, ὀργὴ [[ἐναντίον]] προσώπου ἢ πράγμ., Σοφ. Φιλ. 1308, Λυσ. 107. 1., 122. 3· ἀπύρων ἱερῶν ὀργάς, ὀργὴν πρὸς ἢ [[ἕνεκα]] τῶν .., Αἰσχύλ. Ἀγ. 70. - Οὔτε ἡ [[λέξις]] ὀργὴ [[οὔτε]] τὸ [[ῥῆμα]] [[ὀργάω]] ἀπαντῶσι παρ’ Ὁμήρῳ, [[ὅστις]] μεταχειρίζεται τὸ θυμὸς ἀντὶ τοῦ [[ὀργή]]· παρ’ Ἡσιόδ. μόνον [[ἅπαξ]]· ἀλλὰ [[συχν]]. παρὰ τοῖς παλαιοῖς Ἐλεγ. καὶ Λυρικ. ποιηταῖς καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ Ἀττ. πεζογράφοις.
|lstext='''ὀργή''': ἡ, φυσικὴ [[τάσις]] ἢ [[διάθεσις]] καὶ ὁρμὴ (ἴδε ἐν λ. [[ὀργάω]])· ἡ [[κρᾶσις]] ἢ ἰδιοσυγκρασία τινός, [[διάθεσις]], [[ἦθος]], [[χαρακτήρ]], αἰσθήματα, καρδία, κηφήνεσσι κοθούροις [[εἴκελος]] ὀργὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 302, πρβλ. Θέογν. 98. 214, 958, κτλ.· οὕτω, [[μείλιχος]], γλυκεῖα ὀργὴ Πινδ. Π. 9. 76· εὐανθεῖ ἐν ὀργᾷ παρμένων [[αὐτόθι]] 1. 173· ὀργῆς [[τραχύτης]] Αἰσχύλ. Πρ. 80· ὠμή, [[ἀτέραμνος]] ὀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 187, Πρ. 190, κτλ.· ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι, νοσούσης διαθέσεως, [[αὐτόθι]] 378 [ὁ Στοβ. σ. 171 ἀνεγίνωσκεν: ὀργῆς ματαίας, ὁ Πλούτ. καὶ ὁ Εὐστ. ψυχῆς νοσούσης]· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 205, Πινδ. Ι. 5. 44 (4. 38)· ἀλωπέκων ὀργαῖς ἴκελοι Πινδ. Π. 2. 141· κνωδάλων ἔχοντες [[ὀργὰς]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 763· ὀργαὶ ἀστυνόμοι, κοινωνικαὶ διαθέσεις, Σοφ. Ἀντ. 354 (πρβλ. [[σύντροφος]] 3)· ὀργαὶ νήπιοι Εὐρ. Τρῳ. 53· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, διεπειρᾶτο αὐτῶν τῆς τε ἀνδραγαθίης καὶ τῆς ὀργῆς Ἡρόδ. 6. 128· οὐ τῇ αὐτῇ ὀργῇ ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν τῷ ἔργῳ πράσσοντας Θουκ. 1. 140· τῇ ὀργῇ ... χαλεπῇ ἐχρῆτο [[αὐτόθι]] 130· [[ὀργὰς]] [[ἐπιφέρω]] τινί, [[προσαρμόζω]] τὴν διάθεσίν μου εἰς τὴν διάθεσιν ἑτέρου, Λατ. morigerari alicui, ὁ αὐτ. 8. 83· πρὸς τὰ παρόντα τὰς [[ὀργὰς]] ὁμοιοῦν ὁ αὐτ. 3. 82· τὴν τῶν πολλῶν ... ξυνιόντων ὀργὴν ... σοφίαν [[ἡγούμενος]] Πλάτ. Πολ. 493D. ΙΙ. [[πάθος]], [[ὀργή]], [[θυμός]], ὀργῇ χρέεσθαι (Ἀττ. χρῆσθαι), ὀργίζεσθαι, Ἡρόδ. 6. 85, Σοφ. Ο. Κ. 1241· ὀργὴν ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 3. 25· εἰ ..., Θουκ. 4. 122· ὀργῇ [[χάριν]] δοῦναι Σοφ. Ο. Κ. 855· ὀργῇ εἴκειν, χαρίζεσθαι Εὐρ. Ἑλ. 80, Ἀποσπ. 31· ὀργὴν ἔχειν τινὶ ἢ [[πρός]] τινα Ἀριστοφ. Εἰρ. 659, Ἰσοκρ. 6C· δι’ ὀργῆς ἔχειν τινὰ Θουκ. 5. 46· ἐν ὀργῇ ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὁ αὐτ. 2. 65, Δημ. 14. 2· τίθεσθαί τι εἰς ὀργὴν ὁ αὐτ. 273. 18· εἰς ὀργὴν πεσεῖν Εὐρ. Ὀρ. 696, κτλ.· ὀργῇ περιπίπτειν Δημ. 1470. 25· [[ἀλλά]], ἀνιέναι τῆς ὀργῆς, ὀργὴν χαλᾶν, μετριάζειν τὴν ὀργήν, ἡσυχάζειν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 700, Σφ. 727· ὀργὴν στορέσαι, καθησυχάσαι, Αἰσχύλ. Πρ. 190· ὀργὴν κατέχειν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 59 ὀργῆς κρατεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 25· ὀργὴν ἐμποιεῖν τινι, ποιεῖν τινα ὀργίζεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 793Ε· ὀργῆς [[τυγχάνω]], [[γίνομαι]] δεκτὸς μετ’ ὀργῆς, Δημ. 571. 11, κτλ.· ὀργὴν [[ἄκρος]], ἔχων προδιάθεσιν εἰς ὀργήν, ὡς τὸ [[ἀκράχολος]], Ἡρόδ. 1. 73· - ἐν τῷ πληθ., [[ὀργὰς]] ἀφιέναι Αἰσχύλ. Πρ. 315· φαίνειν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 326 κ. ἀλλ. 2) Ἐπίρρ. χρήσεως: ὀργῇ, ἐν ὀργῇ, «μὲ θυμόν», Ἡρόδ. 1. 61, 114, Σοφ. Ο. Τ. 405, κτλ.· ὀργᾷ περιόργῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 216 (λυρ.)· οὕτω, δι’ ὀργῆς Σοφ. Ο. Τ. 807, Θουκ. 2. 11· δι’ ὀργὴν Αἰσχύλ. Εὐμ. 981· ἐξ ὀργῆς Σοφ. Ἀντ. 766· κατ’ ὀργὴν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 933, κτλ.· μετ’ ὀργῆς Ἰσοκρ. 19C, Πλάτ. Ἀπολ. 34C· [[μετὰ]] τῆς ὀργῆς Δημ. 539. 11· πρὸς ὀργὴν Σοφ. Ἠλ. 369, Ἀριστοφ. Βάτρ. 844· ὀργῆς [[χάριν]], ὀργῆς ὕπο Εὐρ. Ἀνδρ. 688, Ι. Α. 353. 3) [[μετὰ]] γεν., Πανὸς ὀργαί, πανικὸς [[φόβος]] (δηλ. [[τρόμος]] ὃν ἐγείρει ἡ ὀργὴ τοῦ Πανός), Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1140· - [[ἀλλά]], β) [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμένου, [[ὀργή]] τινος, ὀργὴ [[ἐναντίον]] προσώπου ἢ πράγμ., Σοφ. Φιλ. 1308, Λυσ. 107. 1., 122. 3· ἀπύρων ἱερῶν ὀργάς, ὀργὴν πρὸς ἢ [[ἕνεκα]] τῶν .., Αἰσχύλ. Ἀγ. 70. - Οὔτε ἡ [[λέξις]] ὀργὴ [[οὔτε]] τὸ [[ῥῆμα]] [[ὀργάω]] ἀπαντῶσι παρ’ Ὁμήρῳ, [[ὅστις]] μεταχειρίζεται τὸ θυμὸς ἀντὶ τοῦ [[ὀργή]]· παρ’ Ἡσιόδ. μόνον [[ἅπαξ]]· ἀλλὰ [[συχν]]. παρὰ τοῖς παλαιοῖς Ἐλεγ. καὶ Λυρικ. ποιηταῖς καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ Ἀττ. πεζογράφοις.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>litt.</i> agitation intérieure qui gonfle l’âme, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> disposition naturelle;<br /><b>II.</b> <i>au sens mor.</i><br /><b>1</b> état de l’âme, manière de sentir <i>ou</i> de penser, sentiment, disposition morale ; [[αἱ]] ὀργαί sentiments énergiques;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> sentiments violents <i>ou</i> passionnés : ὀργὴν [[ἄκρος]] HDT violent <i>ou</i> passionné de caractère ; ὀργὴ χαλεπή THC caractère difficile ; ὀργὰς ἐπιφέρειν τινί THC augmenter les prétentions de qqn;<br /><b>3</b> <i>particul.</i> ressentiment, colère : ὀργῇ χάριν [[δοῦναι]] SOPH céder à la colère ; ὀργὴν ποιεῖσθαι HDT être en colère ; ὀργὴν ποιεῖσθαί τινι THC être irrité contre qqn ; ὀργὴν ποιεῖσθαι [[εἰ]] THC être irrité de ce que ; ὀργῇ <i>ou</i> ὀργαῖς [[χρῆσθαι]] HDT être irrité ; ὀργὴν <i>et</i> ὀργᾶς ἐμποιεῖν τινι XÉN exciter la colère chez qqn ; [[ἐν]] ὀργῇ ἔχειν τινά THC, δι’ ὀργῆς ἔχειν τινά THC, ὀργὴν ἔχειν [[πρός]] τινα ISOCR être irrité contre qqn ; ὀργὴν στορεννύναι ESCHL apaiser la colère ; ὀργὰς κατασχεθεῖν SOPH contenir sa colère ; <i>adv.</i> • ὀργῇ, en colère, dans un état d’irritation ; de même : δι’ ὀργῆς THC, κατ’ ὀργήν SOPH, ὑπ’ ὀργῆς SOPH, μετ’ ὀργῆς PLAT, [[ἐξ]] ὀργῆς SOPH, πρὸς ὀργήν SOPH;<br /><b>4</b> vengeance ; punition, châtiment.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> ûrgâ, suc, vigueur.
}}
}}