Anonymous

ἐπαφή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾰφή''': ἡ, ([[ἐπαφάω]]) ἀφή, τὸ ἐφάπτεσθαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 18, Πλάτ. Τίμ. 46.Β, κ. ἀλλ.· ἐπαφὰ δὲ μουσικὰ τῆς λύρας Εὐρύφαμ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 556. 39. 2) αὐστηρὰ μεταχείρισης, [[τιμωρία]], Πλουτ. 2. 46D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. 3) ἀφή, προσέγγισις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 11. ΙΙ. ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἀφῆς, Πλάτ. Θεαίτ. 186Β.
|lstext='''ἐπᾰφή''': ἡ, ([[ἐπαφάω]]) ἀφή, τὸ ἐφάπτεσθαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 18, Πλάτ. Τίμ. 46.Β, κ. ἀλλ.· ἐπαφὰ δὲ μουσικὰ τῆς λύρας Εὐρύφαμ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 556. 39. 2) αὐστηρὰ μεταχείρισης, [[τιμωρία]], Πλουτ. 2. 46D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. 3) ἀφή, προσέγγισις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 11. ΙΙ. ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἀφῆς, Πλάτ. Θεαίτ. 186Β.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de toucher à la surface, de toucher à, de manier ; <i>fig.</i> atteinte, blâme, châtiment.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἁφή]].
}}
}}