Anonymous

μετοικιστής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετοικιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ μετοικιζόμενος, [[μετανάστης]], Πλουτ. Θησ. καὶ Ρωμ. Σύγκ. 4.
|lstext='''μετοικιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ μετοικιζόμενος, [[μετανάστης]], Πλουτ. Θησ. καὶ Ρωμ. Σύγκ. 4.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui peuple une cité d’étrangers.<br />'''Étymologie:''' [[μετοικίζω]].
}}
}}