Anonymous

ἐπιχρίω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχρίω''': μέλλ. -ίσω ῑ, [[ἐπαλείφω]], ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ (δηλ. τὸ [[τόξον]]) Ὀδ. Φ. 179· ἐπιχρίσασα παρειὰς Σ. 172. - Μεσ., [[ἀλείφω]] ἐμαυτόν, ἀλείφομαι, χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ Σ. 179. 2) [[ἀλείφω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι παχὺ [[ἐπίχρισμα]], Τουρκ. «σουβαντίζω», ἐπιχρίσας δὲ τιτάνῳ καὶ ἐπικαλύψας, κτλ., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62. 3) ἐπ. σφραγῖδα, σφραγίζειν, Εὐαγγ. Πετρ. 8. (ἐν Κανταβριγίᾳ 1892). ΙΙ. [[ἐπιβάλλω]], [[ἀλείφω]] ἀλοιφήν, τινί τι Διοσκ. 3. 25· [[ἐπιχρίω]] ὡς ἀλοιφήν, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 6.
|lstext='''ἐπιχρίω''': μέλλ. -ίσω ῑ, [[ἐπαλείφω]], ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ (δηλ. τὸ [[τόξον]]) Ὀδ. Φ. 179· ἐπιχρίσασα παρειὰς Σ. 172. - Μεσ., [[ἀλείφω]] ἐμαυτόν, ἀλείφομαι, χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ Σ. 179. 2) [[ἀλείφω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι παχὺ [[ἐπίχρισμα]], Τουρκ. «σουβαντίζω», ἐπιχρίσας δὲ τιτάνῳ καὶ ἐπικαλύψας, κτλ., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62. 3) ἐπ. σφραγῖδα, σφραγίζειν, Εὐαγγ. Πετρ. 8. (ἐν Κανταβριγίᾳ 1892). ΙΙ. [[ἐπιβάλλω]], [[ἀλείφω]] ἀλοιφήν, τινί τι Διοσκ. 3. 25· [[ἐπιχρίω]] ὡς ἀλοιφήν, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 6.
}}
{{bailly
|btext=oindre, enduire ; appliquer un onguent;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιχρίομαι enduire sur soi : χρῶτ’ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ OD se frotter la peau de graisse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χρίω]].
}}
}}