Anonymous

λέπω: Difference between revisions

From LSJ
196 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λέπω''': μέλλ. λέψω (ἀπο-) Εὐρ., κλ.: ἀόρ. ἔλεψα Ἰλ. (ἴδε ἀπο-, ἐκ-)· ― Μέσ., Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5. ― Παθ.: μέλλ. λᾰπήσομαι (ἐκ-) Ἐρωτιαν.: ἀόριστ. β΄ λᾰπῆναι (ἐκ-) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 211· λέλεμμαι (ἀπο-) Ἐπίχ. 109 Ahr. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. λέπος, λεπίς, λέπῡρον, λεπτός, λόπος, λοπίς, λοβός, λῶπος, [[ὡσαύτως]] ὀλόπτω παρ’ Ἡσυχ.). Ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν ἢ τὸ [[κέλυφος]], «ξεφλουδίζω», περὶ γὰρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιὸν Ἰλ. Α. 236· [[κρόμμυον]] λ. Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 3· κυάμους Νικ. Ἀποσπ. 10. 6· πρβλ. [[ἐκλέπω]]. ΙΙ. μεταφορ., παρὰ κωμικοῖς ποιηταῖς, [[ἐκδέρω]], δηλ. [[δέρω]], ξυλοκοπῶ, Πλάτ. Κωμ. «Αἱ ἀφ’ ἱερ.» 5, πρβλ. Meineke εἰς Τιμοκλ. ἐν «Πύκτῃ» 1, Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1. 10· πρβλ. [[δέρω]] ΙΙ. 2) [[τρώγω]], Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 3· ὁ Φώτ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει λέπτει = κατεσθίει ἐκ τοῦ Εὐπόλ. ΙΙΙ. Παθ., = δέφομαι· [[ἐντεῦθεν]], [[κάμνω]] ἀπρεπῆ σχήματα, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Meineke εἰς Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 18.
|lstext='''λέπω''': μέλλ. λέψω (ἀπο-) Εὐρ., κλ.: ἀόρ. ἔλεψα Ἰλ. (ἴδε ἀπο-, ἐκ-)· ― Μέσ., Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5. ― Παθ.: μέλλ. λᾰπήσομαι (ἐκ-) Ἐρωτιαν.: ἀόριστ. β΄ λᾰπῆναι (ἐκ-) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 211· λέλεμμαι (ἀπο-) Ἐπίχ. 109 Ahr. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. λέπος, λεπίς, λέπῡρον, λεπτός, λόπος, λοπίς, λοβός, λῶπος, [[ὡσαύτως]] ὀλόπτω παρ’ Ἡσυχ.). Ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν ἢ τὸ [[κέλυφος]], «ξεφλουδίζω», περὶ γὰρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιὸν Ἰλ. Α. 236· [[κρόμμυον]] λ. Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 3· κυάμους Νικ. Ἀποσπ. 10. 6· πρβλ. [[ἐκλέπω]]. ΙΙ. μεταφορ., παρὰ κωμικοῖς ποιηταῖς, [[ἐκδέρω]], δηλ. [[δέρω]], ξυλοκοπῶ, Πλάτ. Κωμ. «Αἱ ἀφ’ ἱερ.» 5, πρβλ. Meineke εἰς Τιμοκλ. ἐν «Πύκτῃ» 1, Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1. 10· πρβλ. [[δέρω]] ΙΙ. 2) [[τρώγω]], Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 3· ὁ Φώτ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει λέπτει = κατεσθίει ἐκ τοῦ Εὐπόλ. ΙΙΙ. Παθ., = δέφομαι· [[ἐντεῦθεν]], [[κάμνω]] ἀπρεπῆ σχήματα, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Meineke εἰς Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 18.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> λέψω, <i>ao.</i> ἔλεψα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> peler, écosser, acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> écorcher.<br />'''Étymologie:''' R. Λεπ, peler.
}}
}}