Anonymous

ξενισμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενισμός''': ὁ, = [[ξένισις]], Πλάτ. Λῦσ. 205C, Λουκ. π. Ὀρχ. 45· κτλ· ἐν τῷ πληθ., Πλουτ. Δημήτρ. 12, κτλ ΙΙ. τὸ παράδοξον πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 17, 1, Διόδ. 3. 33. 2) ἐπιβλαβὴς [[ἐνέργεια]] πράγματός τινος προερχομένη ἐκ χρήσεως μὴ συνήθους, «βιβρωσκόμενον δὲ (τὸ [[σκόροδον]] δηλ.) καὶ πρὸς τοὺς ξενισμοὺς τῶν ὑδάτων ἁρμόζει» Διοσκ. 2. 182· ἴδε [[ξενίζω]] ΙΙ.
|lstext='''ξενισμός''': ὁ, = [[ξένισις]], Πλάτ. Λῦσ. 205C, Λουκ. π. Ὀρχ. 45· κτλ· ἐν τῷ πληθ., Πλουτ. Δημήτρ. 12, κτλ ΙΙ. τὸ παράδοξον πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 17, 1, Διόδ. 3. 33. 2) ἐπιβλαβὴς [[ἐνέργεια]] πράγματός τινος προερχομένη ἐκ χρήσεως μὴ συνήθους, «βιβρωσκόμενον δὲ (τὸ [[σκόροδον]] δηλ.) καὶ πρὸς τοὺς ξενισμοὺς τῶν ὑδάτων ἁρμόζει» Διοσκ. 2. 182· ἴδε [[ξενίζω]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ξένισις]].
}}
}}