3,274,216
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄδεια''': ἡ, (ἀδεὴς) [[ἀφοβία]], [[ἀσφάλεια]], Λατ. securitas, [[ἰδίᾳ]] ἐπὶ προσώπου, ἀδείην διδόναι, = παρέχειν ἀσφάλειαν ζωῆς, ἀμνηστίαν, Ἡρόδ. 2. 121, 6· τοῖς ἄλλοις ἄδειαν δεδώκατε οἰκεῖν τὴν σφετέραν, Ἀντιφῶν 138· 24· ἐν ἀδείῃ [[εἶναι]], Ἡρόδ. 8. 120· οὐκ ἐν ἀδείῃ ποιεῖσθαι τὸ λέγειν, οὐχὶ ἀσφαλές, ὁ αὐτ. 9. 42· τὸ σῶμά τινος εἰς ἄδειαν καθιστάναι, Λυσ. 192. 4· τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν, Θουκ. 3. 58· [[ὡσαύτως]], ἄδειαν ψηφίζεσθαι [[περί]] τινος, Λυσ. 166· 7· ἄδ. τινὶ παρασκευάζειν, παρέχειν, Δημ. 171. 7, κτλ.· ἀντίθετον πρὸς τὸ ἄδειαν εὑρίσκεσθαι, λαμβάνειν ἀμνηστίαν, ἀσφάλειαν, Ἀνδοκ. 3. 14· λαμβάνειν, Δημ. 321. 10· ἀδείας τυγχάνειν, ὁ αὐτ. 58. 16· τοῦ μὴ πάσχειν ἄδειαν ἤγετε, ὁ αὐτ. 387. 17· [[μετὰ]] πάσης ἀδείας, ὁ αὐτ. 327. 9· μετ’ ἀδείας, 601. 13: - [[ὡσαύτως]] γῆς ἄδ., ἀσφαλὴς [[κατοικία]], Σοφ. Ο. Κ. 447: - εἰς ὡρισμένας περιστάσεις ἐν Ἀθήναις οἱ κατήγοροι ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ λαμβάνωσιν ἄδειαν, [[ἤτοι]] ἀσφάλειαν, πλήρη ἐλευθερίαν, [[ὅπως]] ὁμιλήσωσι, Δημ. 715. 14, Πλουτ. Περ. 31, πρβλ. Λεξ. Ἀρχαιοτήτων. | |lstext='''ἄδεια''': ἡ, (ἀδεὴς) [[ἀφοβία]], [[ἀσφάλεια]], Λατ. securitas, [[ἰδίᾳ]] ἐπὶ προσώπου, ἀδείην διδόναι, = παρέχειν ἀσφάλειαν ζωῆς, ἀμνηστίαν, Ἡρόδ. 2. 121, 6· τοῖς ἄλλοις ἄδειαν δεδώκατε οἰκεῖν τὴν σφετέραν, Ἀντιφῶν 138· 24· ἐν ἀδείῃ [[εἶναι]], Ἡρόδ. 8. 120· οὐκ ἐν ἀδείῃ ποιεῖσθαι τὸ λέγειν, οὐχὶ ἀσφαλές, ὁ αὐτ. 9. 42· τὸ σῶμά τινος εἰς ἄδειαν καθιστάναι, Λυσ. 192. 4· τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν, Θουκ. 3. 58· [[ὡσαύτως]], ἄδειαν ψηφίζεσθαι [[περί]] τινος, Λυσ. 166· 7· ἄδ. τινὶ παρασκευάζειν, παρέχειν, Δημ. 171. 7, κτλ.· ἀντίθετον πρὸς τὸ ἄδειαν εὑρίσκεσθαι, λαμβάνειν ἀμνηστίαν, ἀσφάλειαν, Ἀνδοκ. 3. 14· λαμβάνειν, Δημ. 321. 10· ἀδείας τυγχάνειν, ὁ αὐτ. 58. 16· τοῦ μὴ πάσχειν ἄδειαν ἤγετε, ὁ αὐτ. 387. 17· [[μετὰ]] πάσης ἀδείας, ὁ αὐτ. 327. 9· μετ’ ἀδείας, 601. 13: - [[ὡσαύτως]] γῆς ἄδ., ἀσφαλὴς [[κατοικία]], Σοφ. Ο. Κ. 447: - εἰς ὡρισμένας περιστάσεις ἐν Ἀθήναις οἱ κατήγοροι ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ λαμβάνωσιν ἄδειαν, [[ἤτοι]] ἀσφάλειαν, πλήρη ἐλευθερίαν, [[ὅπως]] ὁμιλήσωσι, Δημ. 715. 14, Πλουτ. Περ. 31, πρβλ. Λεξ. Ἀρχαιοτήτων. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> sécurité, sûreté : [[τῶν]] σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν [[τισιν]] THC garantir la sûreté des personnes <i>ou</i> la vie sauve ; ἔχειν γῆς ἄδειαν SOPH vivre qqe part en toute sécurité ; μετ’ ἀδείας, ἐπ’ ἀδείας en sûreté ; μετὰ πάσης ἀδείας, ἐπὶ πολλῆς ἀδείας en toute sûreté;<br /><b>II.</b> impunité : ἄδειαν ποιεῖσθαι THC s’assurer l’impunité ; amnistie;<br /><b>III.</b> liberté de faire, de dire qch : [[οὐκ]] [[ἐν]] ἀδείῃ ποιεύμενοι τὸ λέγειν HDT ne se jugeant pas libre de dire sans danger;<br /><b>IV.</b> <i>t. de droit att.</i><br /><b>1</b> autorisation accordée par l’Assemblée du peuple à tout citoyen de proposer certaines résolutions et d’agir contrairement à des décisions antérieures;<br /><b>2</b> sauf-conduit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδεής]]¹. | |||
}} | }} |