Anonymous

τέχνημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τέχνημα''': τό, τὸ [[μετὰ]] δεξιότητος εἰργασμένον, [[ἔργον]] τέχνης, [[τεχνούργημα]] ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἔργον]], αὐτόξυλον [[ἔκπωμα]], φλαυρουργοῦ τινος τεχνήματ’ ἀνδρὸς Σοφ. Φιλ. 36, ([[ἔνθα]] τὸ πληθ. κεῖται ἐπὶ ἑνὸς μόνου πράγματος, πρβλ. [[τέχνασμα]], Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051, ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, ὅτε κεῖται τὸ ἀφῃρ. ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν [[δεῖμα]] καὶ πανουργίας δεινῆς [[τέχνημα]], [[ταῦτα]] πάντα λέγει ὁ Φιλοκτήτ. πρὸς τὸν Νεοπτόλεμον ἐν ὀργῇ, [[διότι]] δὲν ἀπέδιδεν αὐτῷ τὰ τόξα, Σοφ. Φιλ. 928. ΙΙ. δολία [[ἐπίνοια]], [[τέχνασμα]], κάπηλα προσφέρων τ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338· δόλια τ. Εὐρ. Ι. Τ. 1355· ἀντίθετον τῷ [[ἰσχύς]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· ― [[καθόλου]], [[ἐπίνοια]], [[ἐπινόημα]], [[ἐφεύρεσις]], Πλάτ. Πρωτ. 319Α· τὸ μνημονικὸν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 368D, κ. ἀλλ.
|lstext='''τέχνημα''': τό, τὸ [[μετὰ]] δεξιότητος εἰργασμένον, [[ἔργον]] τέχνης, [[τεχνούργημα]] ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἔργον]], αὐτόξυλον [[ἔκπωμα]], φλαυρουργοῦ τινος τεχνήματ’ ἀνδρὸς Σοφ. Φιλ. 36, ([[ἔνθα]] τὸ πληθ. κεῖται ἐπὶ ἑνὸς μόνου πράγματος, πρβλ. [[τέχνασμα]], Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051, ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, ὅτε κεῖται τὸ ἀφῃρ. ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν [[δεῖμα]] καὶ πανουργίας δεινῆς [[τέχνημα]], [[ταῦτα]] πάντα λέγει ὁ Φιλοκτήτ. πρὸς τὸν Νεοπτόλεμον ἐν ὀργῇ, [[διότι]] δὲν ἀπέδιδεν αὐτῷ τὰ τόξα, Σοφ. Φιλ. 928. ΙΙ. δολία [[ἐπίνοια]], [[τέχνασμα]], κάπηλα προσφέρων τ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338· δόλια τ. Εὐρ. Ι. Τ. 1355· ἀντίθετον τῷ [[ἰσχύς]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· ― [[καθόλου]], [[ἐπίνοια]], [[ἐπινόημα]], [[ἐφεύρεσις]], Πλάτ. Πρωτ. 319Α· τὸ μνημονικὸν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 368D, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> œuvre d’art, travail fait avec art ; chef-d’œuvre (de méchanceté) <i>en parl. de pers.</i><br /><b>2</b> invention ingénieuse ; artifice, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[τεχνάω]].
}}
}}