Anonymous

σανιδόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰνῐδόω''': (σανὶς) [[καλύπτω]] μὲ σανίδας, στρώνω μὲ σανίδια, σεσανιδωμένα πλοῖα, ἔχοντα [[κατάστρωμα]], Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 10, πρβλ. Ἀθηναίων. π. Μηχαν. 6Α,
|lstext='''σᾰνῐδόω''': (σανὶς) [[καλύπτω]] μὲ σανίδας, στρώνω μὲ σανίδια, σεσανιδωμένα πλοῖα, ἔχοντα [[κατάστρωμα]], Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 10, πρβλ. Ἀθηναίων. π. Μηχαν. 6Α,
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />couvrir d’un toit, munir d’un pont <i>en parl. de navire ; Pass. en parl. d’un toit</i> être revêtu de bois <i>ou</i> voligé ; <i>en parl. de mine</i> être blindé.<br />'''Étymologie:''' [[σανίς]].
}}
}}