Anonymous

ἐπακροάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπακροάομαι''': Ἀποθ., [[ἀκούω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, ἀκροῶμαι, ἃ ἆ, γελῶν ἐπηκροασάμην [[πάλαι]] Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Γρυψὶν» 2 (Α. Β. 360. 6, [[ἔνθα]] γράφεται: αἲ αἴ, γελῶν δ’ ἐπηκροώμην... [[πάλαι]]).
|lstext='''ἐπακροάομαι''': Ἀποθ., [[ἀκούω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, ἀκροῶμαι, ἃ ἆ, γελῶν ἐπηκροασάμην [[πάλαι]] Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Γρυψὶν» 2 (Α. Β. 360. 6, [[ἔνθα]] γράφεται: αἲ αἴ, γελῶν δ’ ἐπηκροώμην... [[πάλαι]]).
}}
{{bailly
|btext=-οῶμαι;<br /><i>impf.</i> ἐπηκροώμην;<br />prêter l’oreille, écouter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀκροάομαι]].
}}
}}