Anonymous

μόρσιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόρσῐμος''': -ον, ([[μόρος]]) ποιητ. ἐπίθετ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., προωρισμένος ὑπὸ τῆς μοίρας, πεπρωμένος, Λατιν. fatalis, ἡ δὲ [[ἔπειτα]] γήμαιθ’ ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ [[μόρσιμος]] ἔλθοι Ὀδ. Π. 392, Φ. 162· οὔτ’ ἄρ’ Ὀδυσσῆι... μόρσιμον ἦεν... Διὸς υἱὸν [[ἀποκτάμεν]] Ἰλ. Ε. 674· μ. ἐστι θεῷ... δαμῆναι Τ. 417, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 154· ᾧ θανεῖν οὐ μ. Αἰσχύλ. Πρ. 933· σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μ., γαμεῖν δ’ ἐμοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 11· τὸ μόρσιμον, τὸ πεπρωμένον (ἡ εἱμαρμένη), Πινδ. Π. 12. 53, Αἰσχύλ. Θήβ. 263, 281, Σοφ. Ἀντ. 236· - οὕτω, τὰ μόρσιμα Σόλων 5. 55. ΙΙ. προωρισμένη εἰς θάνατον, [[οὔτοι]] μόρσιμός εἰμι Ἰλ. Χ. 13· μόρσιμον [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τοῦ ὀλέθρου, τοῦ θανάτου, Ο. 613, Ὀδ. Κ. 175· οὕτω, μ. αἰών, ὁ ὡρισμένος [[καιρός]] τινος, Πινδ. Ο. 2. 18, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 47. Πρβλ. [[μοιρίδιος]].
|lstext='''μόρσῐμος''': -ον, ([[μόρος]]) ποιητ. ἐπίθετ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., προωρισμένος ὑπὸ τῆς μοίρας, πεπρωμένος, Λατιν. fatalis, ἡ δὲ [[ἔπειτα]] γήμαιθ’ ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ [[μόρσιμος]] ἔλθοι Ὀδ. Π. 392, Φ. 162· οὔτ’ ἄρ’ Ὀδυσσῆι... μόρσιμον ἦεν... Διὸς υἱὸν [[ἀποκτάμεν]] Ἰλ. Ε. 674· μ. ἐστι θεῷ... δαμῆναι Τ. 417, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 154· ᾧ θανεῖν οὐ μ. Αἰσχύλ. Πρ. 933· σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μ., γαμεῖν δ’ ἐμοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 11· τὸ μόρσιμον, τὸ πεπρωμένον (ἡ εἱμαρμένη), Πινδ. Π. 12. 53, Αἰσχύλ. Θήβ. 263, 281, Σοφ. Ἀντ. 236· - οὕτω, τὰ μόρσιμα Σόλων 5. 55. ΙΙ. προωρισμένη εἰς θάνατον, [[οὔτοι]] μόρσιμός εἰμι Ἰλ. Χ. 13· μόρσιμον [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τοῦ ὀλέθρου, τοῦ θανάτου, Ο. 613, Ὀδ. Κ. 175· οὕτω, μ. αἰών, ὁ ὡρισμένος [[καιρός]] τινος, Πινδ. Ο. 2. 18, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 47. Πρβλ. [[μοιρίδιος]].
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> marqué par le destin, fatal : μόρσιμόν ἐστι IL c’est l’arrêt du destin;<br /><b>2</b> marqué par le destin pour la mort : μόρσιμον [[ἦμαρ]] IL, OD jour suprême;<br /><b>3</b> exposé à la mort, mortel : ἐπεὶ [[οὔτοι]] μόρσιμός εἰμι IL car je ne suis pas sujet à la mort.<br />'''Étymologie:''' [[μόρος]]¹.
}}
}}