Anonymous

αὐχέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐχέω''': μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ. ηὔχουν, πλὴν ὅτι ὁ μέλλ. αὔχήσω ἀπαντᾷ παρὰ Λουκ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 22. 2, ἀόρ. ηὔχησα ἐν Ἀνθ. Π. 15. 4, Ἀπολλόδ. 2. 4, 3, καὶ ἐν συνθέσ. [[μετὰ]] τῶν προθ. ἐξ-, ἐπ-, κατ- Ι. ([[αὔχη]]). Ὡς τὸ [[καυχάομαι]], [[κομπάζω]], [[ἀλαζονεύομαι]], [[ὑπερηφανεύομαι]], ἐπί τινι Βατραχομ. 57, Ἀνθ. Π. 6. 283· τινὶ Εὐρ. Ι. Α. 412· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τοσοῦτον αὐχεῖν Ἡρόδ. 7. 103· μέγ’ αὐχεῖν Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 353· μηδὲν τόδ’ αὔχει ὁ αὐτ. Ἀνδ. 463· μετ’ αἰτιατ. ἀντικ., ἀστέρας Ἀνθ. Π. 7. 373. ΙΙ. μετ’ αἰτ. ἀκολουθουμένης ὑπὸ ἀπαρ. ἀορ. ἤ ἐνεστ., καυχῶμαι ἢ μεγαλοφώνως [[διακηρύττω]] ὅτι…, αὐχέοντες κάλλιστα τιθέναι ἀγῶνα Ἡρόδ. 2. 160, πρβλ. Θουκ. 2. 39, Εὐρ. Ἀνδρ. 311, Βάκχ. 310· ἀλλ’ ἡ ἀπαρέμφ. [[ἐνίοτε]] παραλείπεται, αὐχῶ Σεβήραν, καυχῶμαι (ὅτι [[κατέχω]] αὐτήν), Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 567. 3, πρβλ. 822. 5., 932. 7: ― Μέσ., ηὐχούμην… ἐκ βασιλήων, ἐκαυχώμην (ὅτι κατάγομαι) ἐκ βασιλικοῦ γένους, [[αὐτόθι]] 192. 1. 2) μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., [[λέγω]] [[μετὰ]] πεποιθήσεως ὅτι, καυχῶμαι ὅτι θά, αὐχῶ γὰρ τήνδε δωρεὰν ἐμοὶ δώσειν Δί’ Αἰσχύλ. Πρ. 338, πρβλ. 689, Πέρσ. 741, Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 1· μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ποτ’ ηὔχουν… μεθέξειν, [[οὐδέποτε]] ἐπίστευον ὅτι…, Αἰσχύλ. Ἀγ. 506, πρβλ. Εὐμ. 561, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 931. ― Οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ., εἰ καὶ ὑπάρχει τὸ ἐπαυχῶ, Ἠλ. 65· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ πεζολόγοις.
|lstext='''αὐχέω''': μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ. ηὔχουν, πλὴν ὅτι ὁ μέλλ. αὔχήσω ἀπαντᾷ παρὰ Λουκ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 22. 2, ἀόρ. ηὔχησα ἐν Ἀνθ. Π. 15. 4, Ἀπολλόδ. 2. 4, 3, καὶ ἐν συνθέσ. [[μετὰ]] τῶν προθ. ἐξ-, ἐπ-, κατ- Ι. ([[αὔχη]]). Ὡς τὸ [[καυχάομαι]], [[κομπάζω]], [[ἀλαζονεύομαι]], [[ὑπερηφανεύομαι]], ἐπί τινι Βατραχομ. 57, Ἀνθ. Π. 6. 283· τινὶ Εὐρ. Ι. Α. 412· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τοσοῦτον αὐχεῖν Ἡρόδ. 7. 103· μέγ’ αὐχεῖν Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 353· μηδὲν τόδ’ αὔχει ὁ αὐτ. Ἀνδ. 463· μετ’ αἰτιατ. ἀντικ., ἀστέρας Ἀνθ. Π. 7. 373. ΙΙ. μετ’ αἰτ. ἀκολουθουμένης ὑπὸ ἀπαρ. ἀορ. ἤ ἐνεστ., καυχῶμαι ἢ μεγαλοφώνως [[διακηρύττω]] ὅτι…, αὐχέοντες κάλλιστα τιθέναι ἀγῶνα Ἡρόδ. 2. 160, πρβλ. Θουκ. 2. 39, Εὐρ. Ἀνδρ. 311, Βάκχ. 310· ἀλλ’ ἡ ἀπαρέμφ. [[ἐνίοτε]] παραλείπεται, αὐχῶ Σεβήραν, καυχῶμαι (ὅτι [[κατέχω]] αὐτήν), Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 567. 3, πρβλ. 822. 5., 932. 7: ― Μέσ., ηὐχούμην… ἐκ βασιλήων, ἐκαυχώμην (ὅτι κατάγομαι) ἐκ βασιλικοῦ γένους, [[αὐτόθι]] 192. 1. 2) μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., [[λέγω]] [[μετὰ]] πεποιθήσεως ὅτι, καυχῶμαι ὅτι θά, αὐχῶ γὰρ τήνδε δωρεὰν ἐμοὶ δώσειν Δί’ Αἰσχύλ. Πρ. 338, πρβλ. 689, Πέρσ. 741, Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 1· μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ποτ’ ηὔχουν… μεθέξειν, [[οὐδέποτε]] ἐπίστευον ὅτι…, Αἰσχύλ. Ἀγ. 506, πρβλ. Εὐμ. 561, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 931. ― Οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ., εἰ καὶ ὑπάρχει τὸ ἐπαυχῶ, Ἠλ. 65· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ πεζολόγοις.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ηὔχουν, <i>f.</i> αὐχήσω, <i>ao. réc.</i> ηὔχησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> se glorifier, se vanter : [[ἐπί]] τινι, τινι de qch ; τοσοῦτον αὐχεῖν HDT se glorifier à ce point ; avec un inf., se vanter de;<br /><b>2</b> avec un inf. fut., dire <i>ou</i> penser orgueilleusement, avoir la présomption de croire <i>ou</i> de dire que.<br />'''Étymologie:''' DELG peu clair.
}}
}}