Anonymous

σῆραγξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῆραγξ''': -αγγος, ἡ, [[σπήλαιον]] κοιλαινόμενον διὰ τοῦ ὕδατος, [[βράχος]] [[κοῖλος]], [[σπήλαιον]], Σοφ. Ἀποσπ. 493, Πλάτ. Φαίδων 110Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 16· ἐπὶ τοῦ σπηλαίου λέοντος, Θεόκρ. 25. 223· ἐπὶ τῶν σπογγοειδῶν πόρων τῶν πνευμόνων, Πλάτ. Τίμ. 70C· φυσικαὶ τῶν μαστῶν σ. Κλήμ. Ἀλ. 122· πρβλ. [[σηραγγώδης]], σῦριγξ ΙΙ. 4. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[σῆραγξ]], [[σπήλαιον]]. [[κοιλότης]], [[ὕφαλος]] [[πέτρα]] ῥήγματα ἔχουσα», καὶ «σηράγγων· σπηλαίων, ἐπιθυμιῶν».
|lstext='''σῆραγξ''': -αγγος, ἡ, [[σπήλαιον]] κοιλαινόμενον διὰ τοῦ ὕδατος, [[βράχος]] [[κοῖλος]], [[σπήλαιον]], Σοφ. Ἀποσπ. 493, Πλάτ. Φαίδων 110Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 16· ἐπὶ τοῦ σπηλαίου λέοντος, Θεόκρ. 25. 223· ἐπὶ τῶν σπογγοειδῶν πόρων τῶν πνευμόνων, Πλάτ. Τίμ. 70C· φυσικαὶ τῶν μαστῶν σ. Κλήμ. Ἀλ. 122· πρβλ. [[σηραγγώδης]], σῦριγξ ΙΙ. 4. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[σῆραγξ]], [[σπήλαιον]]. [[κοιλότης]], [[ὕφαλος]] [[πέτρα]] ῥήγματα ἔχουσα», καὶ «σηράγγων· σπηλαίων, ἐπιθυμιῶν».
}}
{{bailly
|btext=αγγος (ἡ) :<br />crevasse, anfractuosité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[φάραγξ]].
}}
}}