3,274,216
edits
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαρμᾰκεύς''': έως, ὁ, ὁ δηλητηριάζων, φαρμακεύων, μάγος, Σοφ. Τρ. 1140, Πλάτ. Συμπ. 203D, κλπ. ΙΙ. [[φαρμακοποιός]], ὁ παρασκευάζων καὶ πωλῶν φάρμακα, [[φαρμακοπώλης]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 12. | |lstext='''φαρμᾰκεύς''': έως, ὁ, ὁ δηλητηριάζων, φαρμακεύων, μάγος, Σοφ. Τρ. 1140, Πλάτ. Συμπ. 203D, κλπ. ΙΙ. [[φαρμακοποιός]], ὁ παρασκευάζων καὶ πωλῶν φάρμακα, [[φαρμακοπώλης]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui compose des préparations magiques, <i>d’où</i><br /><b>1</b> empoisonneur;<br /><b>2</b> magicien, sorcier.<br />'''Étymologie:''' [[φάρμακον]]. | |||
}} | }} |