Anonymous

φαρμακεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμᾰκεύς''': έως, ὁ, ὁ δηλητηριάζων, φαρμακεύων, μάγος, Σοφ. Τρ. 1140, Πλάτ. Συμπ. 203D, κλπ. ΙΙ. [[φαρμακοποιός]], ὁ παρασκευάζων καὶ πωλῶν φάρμακα, [[φαρμακοπώλης]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 12.
|lstext='''φαρμᾰκεύς''': έως, ὁ, ὁ δηλητηριάζων, φαρμακεύων, μάγος, Σοφ. Τρ. 1140, Πλάτ. Συμπ. 203D, κλπ. ΙΙ. [[φαρμακοποιός]], ὁ παρασκευάζων καὶ πωλῶν φάρμακα, [[φαρμακοπώλης]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 12.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui compose des préparations magiques, <i>d’où</i><br /><b>1</b> empoisonneur;<br /><b>2</b> magicien, sorcier.<br />'''Étymologie:''' [[φάρμακον]].
}}
}}