Anonymous

ἀκροβαφής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος τὴν ἄκραν ἢ ὀλίγον, Ἀνθ. Π. 6. 66. ΙΙ. διατρέχων τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ὕδατος, Νόνν. Δ. 1, 65.
|lstext='''ἀκροβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος τὴν ἄκραν ἢ ὀλίγον, Ἀνθ. Π. 6. 66. ΙΙ. διατρέχων τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ὕδατος, Νόνν. Δ. 1, 65.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> dont l’extrémité seule est mouillée;<br /><b>2</b> qui rase la surface de l’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[βάπτω]].
}}
}}