3,274,246
edits
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπρήθω''': μέλλ. -σω, φυσῶ, ἐμφυσῶ, [[κάμνω]] τι νὰ φουσκώσῃ, ἐπὶ ἀνέμου, ἐν δ’ [[ἄνεμος]] πρῆσεν [[μέσον]] [[ἱστίον]] Ἰλ. Α. 481· ἴδε [[πρήθω]]: - Παθ., ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρημένης ὑός, «ἐμπεφυσημένης, παχείας· πρῆσαι γὰρ τὸ φυσῆσαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 36. ΙΙ. [[καίω]], ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ, «ἐνεπύριζον, ἔκαιον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 589· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μέλλοντα ἐμπρήσω καὶ κατ’ ἀόρ. ἐμπρῆσαι ἐκ τοῦ ῥήματος [[ἐμπίπρημι]]. | |lstext='''ἐμπρήθω''': μέλλ. -σω, φυσῶ, ἐμφυσῶ, [[κάμνω]] τι νὰ φουσκώσῃ, ἐπὶ ἀνέμου, ἐν δ’ [[ἄνεμος]] πρῆσεν [[μέσον]] [[ἱστίον]] Ἰλ. Α. 481· ἴδε [[πρήθω]]: - Παθ., ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρημένης ὑός, «ἐμπεφυσημένης, παχείας· πρῆσαι γὰρ τὸ φυσῆσαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 36. ΙΙ. [[καίω]], ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ, «ἐνεπύριζον, ἔκαιον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 589· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μέλλοντα ἐμπρήσω καὶ κατ’ ἀόρ. ἐμπρῆσαι ἐκ τοῦ ῥήματος [[ἐμπίπρημι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἐνέπρηθον, <i>f.</i> [[ἐμπρήσω]], <i>ao.</i> [[ἐνέπρησα]];<br />brûler, incendier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πρήθω]]. | |||
}} | }} |