Anonymous

ἀκατάστατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάστᾰτος''': -ον, ([[καθίστημι]]) ἄστατος, [[ἀνήσυχος]], Ἱππ. Ἀφ. 1247 ἀκ. [[πνεῦμα]], Δημ. 383. 7· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 13· ἀκ. Πολιτεία, Διον. Ἁλ. 6. 74: - ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀσταθής]], Πολύβ. 7. 4, 6· ἐπὶ πυρετῶν, ἄτακτος, Ἱππ. 399. 47. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. ἔχειν, Ἰσοκρ. 401Β. ΙΙ. ὁ μὴ καταλείπων καθίζημα, καταπάτι, [[πυκνός]], [[οὖρον]], Ἱππ. 69F. 149F.
|lstext='''ἀκατάστᾰτος''': -ον, ([[καθίστημι]]) ἄστατος, [[ἀνήσυχος]], Ἱππ. Ἀφ. 1247 ἀκ. [[πνεῦμα]], Δημ. 383. 7· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 13· ἀκ. Πολιτεία, Διον. Ἁλ. 6. 74: - ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀσταθής]], Πολύβ. 7. 4, 6· ἐπὶ πυρετῶν, ἄτακτος, Ἱππ. 399. 47. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. ἔχειν, Ἰσοκρ. 401Β. ΙΙ. ὁ μὴ καταλείπων καθίζημα, καταπάτι, [[πυκνός]], [[οὖρον]], Ἱππ. 69F. 149F.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />agité, troublé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καθίστημι]].
}}
}}