3,274,754
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατάστᾰτος''': -ον, ([[καθίστημι]]) ἄστατος, [[ἀνήσυχος]], Ἱππ. Ἀφ. 1247 ἀκ. [[πνεῦμα]], Δημ. 383. 7· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 13· ἀκ. Πολιτεία, Διον. Ἁλ. 6. 74: - ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀσταθής]], Πολύβ. 7. 4, 6· ἐπὶ πυρετῶν, ἄτακτος, Ἱππ. 399. 47. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. ἔχειν, Ἰσοκρ. 401Β. ΙΙ. ὁ μὴ καταλείπων καθίζημα, καταπάτι, [[πυκνός]], [[οὖρον]], Ἱππ. 69F. 149F. | |lstext='''ἀκατάστᾰτος''': -ον, ([[καθίστημι]]) ἄστατος, [[ἀνήσυχος]], Ἱππ. Ἀφ. 1247 ἀκ. [[πνεῦμα]], Δημ. 383. 7· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 13· ἀκ. Πολιτεία, Διον. Ἁλ. 6. 74: - ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀσταθής]], Πολύβ. 7. 4, 6· ἐπὶ πυρετῶν, ἄτακτος, Ἱππ. 399. 47. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. ἔχειν, Ἰσοκρ. 401Β. ΙΙ. ὁ μὴ καταλείπων καθίζημα, καταπάτι, [[πυκνός]], [[οὖρον]], Ἱππ. 69F. 149F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />agité, troublé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καθίστημι]]. | |||
}} | }} |