3,274,216
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰθριάω''': ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, [[ψυχραίνω]], αἰθριήσας, Ἱππ. 497. ἐν τέλ. ἀλλ’ ἀμέσως κατωτέρω ᾐθριασμένα (ἐκ τοῦ [[αἰθριάζω]]). ΙΙ. ἀμετάβ. εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ἀνέφελος]], [[καθαρός]], ἐπὶ τοῦ στερεώματος, ὡς δ’ ᾐθρίᾱσε, Βαβρ. 45. 9 (Meineke ᾐθρίαζε). | |lstext='''αἰθριάω''': ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, [[ψυχραίνω]], αἰθριήσας, Ἱππ. 497. ἐν τέλ. ἀλλ’ ἀμέσως κατωτέρω ᾐθριασμένα (ἐκ τοῦ [[αἰθριάζω]]). ΙΙ. ἀμετάβ. εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ἀνέφελος]], [[καθαρός]], ἐπὶ τοῦ στερεώματος, ὡς δ’ ᾐθρίᾱσε, Βαβρ. 45. 9 (Meineke ᾐθρίαζε). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />exposer en plein air, à la fraîcheur.<br />'''Étymologie:''' [[αἰθρία]]. | |||
}} | }} |