Anonymous

ἀθάρη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθάρη''': (οὐχὶ ἀθάρα, Piers. Μοῖρ. 184), ἡ, χονδροαλεσμένος [[σῖτος]], ζωμὸς (πηκτὸς) ἐξ [[αὐτοῦ]]. Ἑλλάνικ. 179, Ἀριστοφ. Πλ. 673. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι», 1. 3. Κράτης ἐν «Ἥρωσιν», 2. Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ», 1. 42. (Αἰγυπτιακὴ [[λέξις]] κατὰ Πλίνιον 22, 25: ― ἀλλ’ ἴδε ἐν λέξει [[ἄνθος]]).
|lstext='''ἀθάρη''': (οὐχὶ ἀθάρα, Piers. Μοῖρ. 184), ἡ, χονδροαλεσμένος [[σῖτος]], ζωμὸς (πηκτὸς) ἐξ [[αὐτοῦ]]. Ἑλλάνικ. 179, Ἀριστοφ. Πλ. 673. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι», 1. 3. Κράτης ἐν «Ἥρωσιν», 2. Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ», 1. 42. (Αἰγυπτιακὴ [[λέξις]] κατὰ Πλίνιον 22, 25: ― ἀλλ’ ἴδε ἐν λέξει [[ἄνθος]]).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>att. p.</i> [[ἀθάρα]].
}}
}}