3,273,724
edits
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀείρω''': Ἰων. καὶ ποιητ. [[ῥῆμα]] (πρβλ. [[ἀείδω]]), ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Θ. 759, Πέρσ. 660· (ἀμφ. λυρικά), ἀλλ ὁ [[τύπος]] [[εἶναι]] [[αἴρω]] (ὃ ἴδε), Αἰολ. [[ἀέρρω]] (ὃ ἴδε): - παρατατ. ἤειρον, (συν-), Ἰλ. Κ. 499, Ἡρόδ. Ἐπ. ἄειρον, Ἰλ.: - μέλλ. ἀρῶ, [ᾱ], συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀερῶ, ([[ὅπερ]] [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται), Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, Εὐρ. Ἡρακλεῖδ. 322, Τρῳ. 1148. (πρβλ. [[ἐξεπαίρω]]): - ἀόρ. α΄ ἤειρα, (συν-), Ἰλ. Ω. 590. Ἐπ. ἄειρα, Ψ. 730: - μετοχ. ἀείρας, Σοφ. Ἀντ. 418 (ἐν τῷ λόγῳ τοῦ [[φύλακος]]): - μέσ. Ὅμ., καὶ παρὰ Σοφ. Τρ. 216 (λυρ.), μέλλ. ἀροῦμαι (ἴδε ἐν λ. [[αἴρω]]): - ἀόρ., προστακτ. ἀείραο, Ἀπολλ. Ρόδ.· ἀπαρέμφ. ἀείρασθαι (ἀντ-), Ἡρόδ. 7. 212, μετοχ. -άμενος, Ὅμ. - Παθ. ἀόρ. ἠέρθην, Ἀπολλ. Ρόδ. (παρ-), Ἰλ. Π. 341, Ἐπ. ἀέρθην, Ὀδ. τρίτ. πληθυντ. [[ἄερθεν]], Ἰλ. Θ. 74· ὑποτακτ. ἀερθῶ, Εὐρ. Ἀνδρ. 848, μετοχ. ἀερθείς, Ὅμ., Πίνδ., Ἡρόδ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1525· παρακ. ἤερμαι, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 171. Ἐπ. ὑπερσυντέλ. γ΄ ἑνικὸν [[ἄωρτο]], Ἰλ., Θεόκριτ., Ἰων. [[ἄορτο]] (ὃ ἴδε) ἀντὶ τοῦ ἤορτο. Ὁ [[τύπος]] [[ἀείρω]] [[εἶναι]] Ἰων. καὶ συνήθως [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδότῳ καὶ Ἱππ., ὡς παρ’ Ὁμήρῳ, πλὴν ἐν Ἰλ. Ρ. 724· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδάρῳ καὶ παρὰ τοῖς Τραγ. ἔν τισι λυρ. χωρίοις, [[οὐδέποτε]] δὲ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν· ὁ [[Ὅμηρος]] ἐν τούτοις προτιμᾷ τὸν ἀόρ. β΄ ἀρέσθαι τοῦ ἀείρασθαι· πρβλ. [[αἴρω]]. - Σύνθετ. ἀν-, ἀπ-, εἰς-, ἐπ-, παρ-, συναείρω. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ἐκ συγκρίσεως τῆς Σανσκρ. καὶ Λατιν. ὅτι ἦτο ἐξ ἀρχῆς ΣΕΡ ἢ ΕΡ [[μετὰ]] προθεματικοῦ α ὡς ἐν [[ἀείρω]], [[ἀέξω]]. - Ἐκ τῆς √ΣΕΡ ἔχομεν τὴν λέξιν [[σειρά]], πρβλ. Σανσκρ. sarat, sarit (linum), Λατ. sero (serui), sera· ἐκ τῆς √ΕΡ: [[ὅρμος]] (monile), [[ὁρμαθός]], [[ὁρμιά]], καὶ [[εἴρω]], [[ἐερμένος]], ἡ [[ἔννοια]] τῆς συναφῆς, τῆς ἑνώσεως, ἥτις ἀπώλετο ἐν τῷ [[ἀείρω]], ἀναφαίνεται ἐν τοῖς παραγώγοις, [[συναείρω]], [[παρήορος]], [[συνήορος]], [[συνωρίς]], καὶ κατά τινα βαθμὸν καὶ εἰς τὰς κατωτέρω (ΙΙΙ, 2. ἀναφερομένας λέξεις). [ᾰ, [[ὁπότε]] τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] ἀναύξητον· ἀλλὰ ᾱ ἐν ἄρσει παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὡς ὁ Ὀππ. κλπ. - πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 177, 347]. = Ὑψώνω, [[ἐγείρω]], σηκώνω· ὑψόσ’ ἀείρας θῆκεν [κυνέην κτλ.] Ἰλ. Κ. 465· ἱστία … στεῖλαν ἀείραντες, συνέστειλαν τὰ ἱστ. ἐγείραντες αὐτὰ καὶ τυλίξαντες, Ὀδ. Γ. 11: - ἰδίως σηκώνω ἵνα φορτωθῶ καὶ [[φέρω]] = [[κομίζω]], [[μεταφέρω]]: ἐκ βελέων Σαρπηδόνα [[δῖον]] ἀείρας, Ἰλ. Π. 678· νόσφιν ἀειράσας, Ω. 583· [[ἄχθος]] ἀείρειν, ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων, Ὀδ. Γ. 312· μῆλα γὰρ ἐξ Ἰθάκης … ἄειραν νηυσί, τὰ ἔλαβον καὶ τὰ ἐκόμισαν, Φ. 18· μή μοι [[οἶνον]] ἄειρε = μή μοι πρόσφερε [[οἶνον]], Ἰλ. Ζ. 264· [[συχνάκις]] κατὰ μετοχὴν [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως σημαντικῶν, ἐπὶ στεφάνην κεφαλῆφιν ἀείρας θήκατο, Κ. 30· πίνακας παρέθηκεν ἀείρας, Ὀδ. Α. 141· εὔμαριν ἀείρων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 660. 2) [[ἀθροίζω]], [[συλλέγω]]· λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον, [[αὐτόθι]] 795. ΙΙ. Μέσ. ὑψῶ τι δι’ ἐμαυτόν, [[ἀποκομίζω]], νικῶ, [[κερδαίνω]], [[λαμβάνω]]· [[συχν]]. [[μετὰ]] αἰτ. πράγμ. πάντας ἀειράμενος πελέκεας, Ἰλ. Ψ. 856, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ὡς τὸ ἐνεργ. [πέπλων], ἓν’ ἀειραμένη, Ἰλ. Ζ. 293. πρβλ. [[αἴρω]]. 2) [[ἐγείρω]], [[διεγείρω]], [[ἐρεθίζω]], [[νεῖκος]] ἀειράμενος, Θεόγν. 90· ἀείρασθαι πόλεμον = ἐπιχειρῶ (μακρὸν) πόλεμον, Ἡρόδ. 7. 132. 156· βαρὺς ἀ., βραδὺς εἰς τὸ ἐπιχειρῆσαί τι, ὁ αὐτ. 4. 150. 3) ἀείρασθαι τὰ ἱστία = σηκώνω τὰ ἱστία, ὁ αὐτ. 8. 56, 94· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἱστία, 1. 27· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἀείρειν ἱστία, κατ’ ἐνεργ. τύπον 2. 1229. ΙΙΙ. παθ. = ὑψοῦμαι ἢ φέρομαι, μεταφέρομαι· ἐς αἰθέρα δῖαν ἀέρθη, Ὀδ. Τ. 540 πρβλ. Ἰλ. Θ. 74· ὑψόσ’ ἀερθείς … ἐχόμην, Ὀδ. Μ. 432· ἀείρεσθαι εἰς, = ἐγείρεσθαι καὶ ἀπέρχεσθαι εἴς τι [[μέρος]], Ἡρόδ. 1. 170· ἀερθέντες ἐκ …, [[αὐτόθι]] 165· πρὸ πάντων ἐπὶ ναυτιλλομένων· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ὁδοιποριῶν κατὰ ξηράν, ὡς ἀερθῆναι, 9. 52: - ἀερθεὶς ὡς τὸ Λατ. elatus, = ἐγειρόμενος ὑψηλά, ὑπερβαίνων τὰ προσήκοντα ὅρια. Πινδ. Ν. 7. 111. 2) κρέμαμαι, εἶμαι ἐξηρτημένος: [[[μάχαιρα]]] πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν [[ἄωρτο]], Ἰλ. Γ. 272, Τ., 253· πρβλ. [[ἠερέθομαι]], αἰωρέομαι, [[μετέωρος]], ἄορ, [[ἀορτήρ]], 3) μεταφ. ἐγείρομαι, διεγείρομαι, παροξύνομαι, Σοφ. Τρ. 216. | |lstext='''ἀείρω''': Ἰων. καὶ ποιητ. [[ῥῆμα]] (πρβλ. [[ἀείδω]]), ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Θ. 759, Πέρσ. 660· (ἀμφ. λυρικά), ἀλλ ὁ [[τύπος]] [[εἶναι]] [[αἴρω]] (ὃ ἴδε), Αἰολ. [[ἀέρρω]] (ὃ ἴδε): - παρατατ. ἤειρον, (συν-), Ἰλ. Κ. 499, Ἡρόδ. Ἐπ. ἄειρον, Ἰλ.: - μέλλ. ἀρῶ, [ᾱ], συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀερῶ, ([[ὅπερ]] [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται), Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, Εὐρ. Ἡρακλεῖδ. 322, Τρῳ. 1148. (πρβλ. [[ἐξεπαίρω]]): - ἀόρ. α΄ ἤειρα, (συν-), Ἰλ. Ω. 590. Ἐπ. ἄειρα, Ψ. 730: - μετοχ. ἀείρας, Σοφ. Ἀντ. 418 (ἐν τῷ λόγῳ τοῦ [[φύλακος]]): - μέσ. Ὅμ., καὶ παρὰ Σοφ. Τρ. 216 (λυρ.), μέλλ. ἀροῦμαι (ἴδε ἐν λ. [[αἴρω]]): - ἀόρ., προστακτ. ἀείραο, Ἀπολλ. Ρόδ.· ἀπαρέμφ. ἀείρασθαι (ἀντ-), Ἡρόδ. 7. 212, μετοχ. -άμενος, Ὅμ. - Παθ. ἀόρ. ἠέρθην, Ἀπολλ. Ρόδ. (παρ-), Ἰλ. Π. 341, Ἐπ. ἀέρθην, Ὀδ. τρίτ. πληθυντ. [[ἄερθεν]], Ἰλ. Θ. 74· ὑποτακτ. ἀερθῶ, Εὐρ. Ἀνδρ. 848, μετοχ. ἀερθείς, Ὅμ., Πίνδ., Ἡρόδ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1525· παρακ. ἤερμαι, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 171. Ἐπ. ὑπερσυντέλ. γ΄ ἑνικὸν [[ἄωρτο]], Ἰλ., Θεόκριτ., Ἰων. [[ἄορτο]] (ὃ ἴδε) ἀντὶ τοῦ ἤορτο. Ὁ [[τύπος]] [[ἀείρω]] [[εἶναι]] Ἰων. καὶ συνήθως [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδότῳ καὶ Ἱππ., ὡς παρ’ Ὁμήρῳ, πλὴν ἐν Ἰλ. Ρ. 724· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδάρῳ καὶ παρὰ τοῖς Τραγ. ἔν τισι λυρ. χωρίοις, [[οὐδέποτε]] δὲ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν· ὁ [[Ὅμηρος]] ἐν τούτοις προτιμᾷ τὸν ἀόρ. β΄ ἀρέσθαι τοῦ ἀείρασθαι· πρβλ. [[αἴρω]]. - Σύνθετ. ἀν-, ἀπ-, εἰς-, ἐπ-, παρ-, συναείρω. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ἐκ συγκρίσεως τῆς Σανσκρ. καὶ Λατιν. ὅτι ἦτο ἐξ ἀρχῆς ΣΕΡ ἢ ΕΡ [[μετὰ]] προθεματικοῦ α ὡς ἐν [[ἀείρω]], [[ἀέξω]]. - Ἐκ τῆς √ΣΕΡ ἔχομεν τὴν λέξιν [[σειρά]], πρβλ. Σανσκρ. sarat, sarit (linum), Λατ. sero (serui), sera· ἐκ τῆς √ΕΡ: [[ὅρμος]] (monile), [[ὁρμαθός]], [[ὁρμιά]], καὶ [[εἴρω]], [[ἐερμένος]], ἡ [[ἔννοια]] τῆς συναφῆς, τῆς ἑνώσεως, ἥτις ἀπώλετο ἐν τῷ [[ἀείρω]], ἀναφαίνεται ἐν τοῖς παραγώγοις, [[συναείρω]], [[παρήορος]], [[συνήορος]], [[συνωρίς]], καὶ κατά τινα βαθμὸν καὶ εἰς τὰς κατωτέρω (ΙΙΙ, 2. ἀναφερομένας λέξεις). [ᾰ, [[ὁπότε]] τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] ἀναύξητον· ἀλλὰ ᾱ ἐν ἄρσει παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὡς ὁ Ὀππ. κλπ. - πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 177, 347]. = Ὑψώνω, [[ἐγείρω]], σηκώνω· ὑψόσ’ ἀείρας θῆκεν [κυνέην κτλ.] Ἰλ. Κ. 465· ἱστία … στεῖλαν ἀείραντες, συνέστειλαν τὰ ἱστ. ἐγείραντες αὐτὰ καὶ τυλίξαντες, Ὀδ. Γ. 11: - ἰδίως σηκώνω ἵνα φορτωθῶ καὶ [[φέρω]] = [[κομίζω]], [[μεταφέρω]]: ἐκ βελέων Σαρπηδόνα [[δῖον]] ἀείρας, Ἰλ. Π. 678· νόσφιν ἀειράσας, Ω. 583· [[ἄχθος]] ἀείρειν, ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων, Ὀδ. Γ. 312· μῆλα γὰρ ἐξ Ἰθάκης … ἄειραν νηυσί, τὰ ἔλαβον καὶ τὰ ἐκόμισαν, Φ. 18· μή μοι [[οἶνον]] ἄειρε = μή μοι πρόσφερε [[οἶνον]], Ἰλ. Ζ. 264· [[συχνάκις]] κατὰ μετοχὴν [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως σημαντικῶν, ἐπὶ στεφάνην κεφαλῆφιν ἀείρας θήκατο, Κ. 30· πίνακας παρέθηκεν ἀείρας, Ὀδ. Α. 141· εὔμαριν ἀείρων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 660. 2) [[ἀθροίζω]], [[συλλέγω]]· λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον, [[αὐτόθι]] 795. ΙΙ. Μέσ. ὑψῶ τι δι’ ἐμαυτόν, [[ἀποκομίζω]], νικῶ, [[κερδαίνω]], [[λαμβάνω]]· [[συχν]]. [[μετὰ]] αἰτ. πράγμ. πάντας ἀειράμενος πελέκεας, Ἰλ. Ψ. 856, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ὡς τὸ ἐνεργ. [πέπλων], ἓν’ ἀειραμένη, Ἰλ. Ζ. 293. πρβλ. [[αἴρω]]. 2) [[ἐγείρω]], [[διεγείρω]], [[ἐρεθίζω]], [[νεῖκος]] ἀειράμενος, Θεόγν. 90· ἀείρασθαι πόλεμον = ἐπιχειρῶ (μακρὸν) πόλεμον, Ἡρόδ. 7. 132. 156· βαρὺς ἀ., βραδὺς εἰς τὸ ἐπιχειρῆσαί τι, ὁ αὐτ. 4. 150. 3) ἀείρασθαι τὰ ἱστία = σηκώνω τὰ ἱστία, ὁ αὐτ. 8. 56, 94· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἱστία, 1. 27· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἀείρειν ἱστία, κατ’ ἐνεργ. τύπον 2. 1229. ΙΙΙ. παθ. = ὑψοῦμαι ἢ φέρομαι, μεταφέρομαι· ἐς αἰθέρα δῖαν ἀέρθη, Ὀδ. Τ. 540 πρβλ. Ἰλ. Θ. 74· ὑψόσ’ ἀερθείς … ἐχόμην, Ὀδ. Μ. 432· ἀείρεσθαι εἰς, = ἐγείρεσθαι καὶ ἀπέρχεσθαι εἴς τι [[μέρος]], Ἡρόδ. 1. 170· ἀερθέντες ἐκ …, [[αὐτόθι]] 165· πρὸ πάντων ἐπὶ ναυτιλλομένων· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ὁδοιποριῶν κατὰ ξηράν, ὡς ἀερθῆναι, 9. 52: - ἀερθεὶς ὡς τὸ Λατ. elatus, = ἐγειρόμενος ὑψηλά, ὑπερβαίνων τὰ προσήκοντα ὅρια. Πινδ. Ν. 7. 111. 2) κρέμαμαι, εἶμαι ἐξηρτημένος: [[[μάχαιρα]]] πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν [[ἄωρτο]], Ἰλ. Γ. 272, Τ., 253· πρβλ. [[ἠερέθομαι]], αἰωρέομαι, [[μετέωρος]], ἄορ, [[ἀορτήρ]], 3) μεταφ. ἐγείρομαι, διεγείρομαι, παροξύνομαι, Σοφ. Τρ. 216. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[ἀερῶ]] <i>et</i> [[ἀέρσω]];<br /><i>épq. c.</i> [[αἴρω]]. | |||
}} | }} |