Anonymous

αἰπεινός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰπεινός''': -ή, -όν, (αἰπὺς) ποιητ. ἐπίθ. [[ὑψηλός]], ἐπηρμένος, ἐπὶ [[πόλεων]] ὑψηλὰ κειμένων, Ὁμ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 99 b. Σοφ. Τρ. 858, Φ.1000: - περὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Ἰλ. Β. 869, Ὀδ. Ζ. 123. ΙΙ. μεταφ. 1) αἰπεινοὶ λόγοι = ἀπότομοι, ἀπερίσκεπτοι, πονηροὶ λόγοι, Πινδ. Ν. 5. 99, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Dissen. 2) [[δύσκτητος]], σοφίαι μὲν αἰπειναί, ὁ αὐτ. Ο. 9.161· αἰπ. μαντεῖα, = δύσκολα, Εὐρ. Ἴων 739.
|lstext='''αἰπεινός''': -ή, -όν, (αἰπὺς) ποιητ. ἐπίθ. [[ὑψηλός]], ἐπηρμένος, ἐπὶ [[πόλεων]] ὑψηλὰ κειμένων, Ὁμ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 99 b. Σοφ. Τρ. 858, Φ.1000: - περὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Ἰλ. Β. 869, Ὀδ. Ζ. 123. ΙΙ. μεταφ. 1) αἰπεινοὶ λόγοι = ἀπότομοι, ἀπερίσκεπτοι, πονηροὶ λόγοι, Πινδ. Ν. 5. 99, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Dissen. 2) [[δύσκτητος]], σοφίαι μὲν αἰπειναί, ὁ αὐτ. Ο. 9.161· αἰπ. μαντεῖα, = δύσκολα, Εὐρ. Ἴων 739.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />haut, élevé.<br />'''Étymologie:''' [[αἶπος]].
}}
}}