3,274,313
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰπεινός''': -ή, -όν, (αἰπὺς) ποιητ. ἐπίθ. [[ὑψηλός]], ἐπηρμένος, ἐπὶ [[πόλεων]] ὑψηλὰ κειμένων, Ὁμ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 99 b. Σοφ. Τρ. 858, Φ.1000: - περὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Ἰλ. Β. 869, Ὀδ. Ζ. 123. ΙΙ. μεταφ. 1) αἰπεινοὶ λόγοι = ἀπότομοι, ἀπερίσκεπτοι, πονηροὶ λόγοι, Πινδ. Ν. 5. 99, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Dissen. 2) [[δύσκτητος]], σοφίαι μὲν αἰπειναί, ὁ αὐτ. Ο. 9.161· αἰπ. μαντεῖα, = δύσκολα, Εὐρ. Ἴων 739. | |lstext='''αἰπεινός''': -ή, -όν, (αἰπὺς) ποιητ. ἐπίθ. [[ὑψηλός]], ἐπηρμένος, ἐπὶ [[πόλεων]] ὑψηλὰ κειμένων, Ὁμ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 99 b. Σοφ. Τρ. 858, Φ.1000: - περὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Ἰλ. Β. 869, Ὀδ. Ζ. 123. ΙΙ. μεταφ. 1) αἰπεινοὶ λόγοι = ἀπότομοι, ἀπερίσκεπτοι, πονηροὶ λόγοι, Πινδ. Ν. 5. 99, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Dissen. 2) [[δύσκτητος]], σοφίαι μὲν αἰπειναί, ὁ αὐτ. Ο. 9.161· αἰπ. μαντεῖα, = δύσκολα, Εὐρ. Ἴων 739. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />haut, élevé.<br />'''Étymologie:''' [[αἶπος]]. | |||
}} | }} |