Anonymous

ἄκρατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκρᾱτος''': Ἰων. [[ἄκρητος]], ον, ([[κεράννυμι]]): 1) ἐπὶ ὑγρῶν, [[ἀμιγής]], [[καθαρός]], [[ἁγνός]], [[ἄδολος]], [[ἀνόθευτος]], ἰδίως ἐπὶ οἴνου, Ὀδ. Ω. 73· ἄκρητοι σπονδαί, σπονδαὶ ἐξ ἀκράτου οἴνου, Ἰλ. Β. 341., Δ. 159· [[οἶνος]] [[πάνυ]] ἄκρ., [[λίαν]] [[ἰσχυρός]], Ξεν. Ἀν. 4. 5, 27· [[οἶνος]] [[ἄκρητος]], [[ἄνευ]] ὕδατος, Λατ. merum, Ἡροδ. 1. 207, κτλ.: - καὶ [[ἄκρατος]] ([[ἄνευ]] τοῦ [[οἶνος]]), Ἀριστοφ. Ἱππ. 105. καὶ [[συχν]]. παρὰ κωμ. οὕτω: ἄκρατον, τό, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 16, Ἀθ. 441C· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ γάλακτος, Ὀδ. Ι. 297· ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 578, κτλ.: - λέγεται ὅτι σημαίνει [[μέλας]] ἢ σκοτεινὸς τὸ [[χρῶμα]] ἐν Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 966. - Ἐπιρρ. -τως, ὁ αὐτ. 107C. 2) ἐπὶ παντὸς πράγματος, ἄκρ. σώματα, καθαρά, ἁπλᾶ σώματα, Πλάτ. Τίμ. 57C· ἄκρ. [[μέλαν]], καθαρῶς [[μέλαν]], Θεοφρ. περὶ Χρωμ. 26· [[ἄκρατος]] νὺξ (σκοτεινὴ νύξ) ἔπρεπεν [[ἴσως]] νὰ ἀναγινώσκηται ([[μετὰ]] τοῦ Schütz) ἐν Αἰσχύλ. Χο. 65, ἀντὶ [[ἄκραντος]]· πρβλ. ἄκρατον [[σκότος]], Πλουτ. Νικ. 21· ἄκρ. [[σκιά]], ὁ αὐτ. 932Β. 3) ἐπὶ ποιότητος ἢ ἰδιότητος, [[ἁγνός]], [[ἀπόλυτος]], ἄκρ. [[νοῦς]], Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20· πῶς... ἡ ἄκρ. [[δικαιοσύνη]] πρὸς ἀδικίαν ἄκρ. ἔχει, Πλάτ. Πολ. 545Α, πρβλ. 491Ε. 4) ἐπὶ καταστάσεων ἢ περιστάσεων, [[καθαρός]], [[ἀμιγής]], [[ἀπόλυτος]], [[ἐλευθερία]], [[ἡδονή]], Πλάτ. Πολ. 562D· [[ὀλιγαρχία]], Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 2, κτλ.· ἄκρ. [[νόμος]], [[ἀπόλυτος]] [[νόμος]], Πλάτ. Νόμ. 732Α· ἄκρ. [[ψεῦδος]], καθαρὸν [[ψεῦδος]], ὁ αὐτ. Πολ. 382C: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. [[ἀκράτως]], ἀπολύτως, ὁλοκλήρως, [[παντάπασι]], ἀκρ. [[μέλας]] ἢ [[λευκός]], Αἰλ. περὶ Ζ. 16, 11, Λουκ. Ἐνάλ. Διαλ. 1. 3. 5) ἐπὶ προσώπων, [[θερμός]], [[ἀκρατής]], [[ὑπερβολικός]], [[βίαιος]]· [[ἄκρατος]] ὀργήν, Αἰσχύλ. Πρ. 678· [[ἄκρατος]] ἐλθέ, ἐλθὲ μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου, Εὐρ. Κύκλ. 602. 6) [[οὕτως]] ἐπὶ αἰσθημάτων καὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα αἰσθανόμεθα· [[ἄκρατος]] [[ὀργή]], Ἀλκιδ. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 2· [[ἵμερος]], Σοφ. Ἀποσπ. 678· ἄκρ. [[διάρροια]], Θουκ. 2. 49· ἄκρ. [[καῦμα]], Ἀνθ. Π. 9. 71· [[φόβος]], Ἰώσηπ., κτλ. ΙΙ. συγκρ. ἀκρατέστερος, (ὡς ἐκ θετ. [[ἀκρατής]]), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 424D, Ἀριστ. Προβλ. 3. 3: - ὑπερθ. ἀκρατέστατος, Πλάτ. Φίλ. 53Α· ἀλλ’ ἀκρατότερος, Πλουτ. 2. 677C· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 254.
|lstext='''ἄκρᾱτος''': Ἰων. [[ἄκρητος]], ον, ([[κεράννυμι]]): 1) ἐπὶ ὑγρῶν, [[ἀμιγής]], [[καθαρός]], [[ἁγνός]], [[ἄδολος]], [[ἀνόθευτος]], ἰδίως ἐπὶ οἴνου, Ὀδ. Ω. 73· ἄκρητοι σπονδαί, σπονδαὶ ἐξ ἀκράτου οἴνου, Ἰλ. Β. 341., Δ. 159· [[οἶνος]] [[πάνυ]] ἄκρ., [[λίαν]] [[ἰσχυρός]], Ξεν. Ἀν. 4. 5, 27· [[οἶνος]] [[ἄκρητος]], [[ἄνευ]] ὕδατος, Λατ. merum, Ἡροδ. 1. 207, κτλ.: - καὶ [[ἄκρατος]] ([[ἄνευ]] τοῦ [[οἶνος]]), Ἀριστοφ. Ἱππ. 105. καὶ [[συχν]]. παρὰ κωμ. οὕτω: ἄκρατον, τό, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 16, Ἀθ. 441C· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ γάλακτος, Ὀδ. Ι. 297· ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 578, κτλ.: - λέγεται ὅτι σημαίνει [[μέλας]] ἢ σκοτεινὸς τὸ [[χρῶμα]] ἐν Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 966. - Ἐπιρρ. -τως, ὁ αὐτ. 107C. 2) ἐπὶ παντὸς πράγματος, ἄκρ. σώματα, καθαρά, ἁπλᾶ σώματα, Πλάτ. Τίμ. 57C· ἄκρ. [[μέλαν]], καθαρῶς [[μέλαν]], Θεοφρ. περὶ Χρωμ. 26· [[ἄκρατος]] νὺξ (σκοτεινὴ νύξ) ἔπρεπεν [[ἴσως]] νὰ ἀναγινώσκηται ([[μετὰ]] τοῦ Schütz) ἐν Αἰσχύλ. Χο. 65, ἀντὶ [[ἄκραντος]]· πρβλ. ἄκρατον [[σκότος]], Πλουτ. Νικ. 21· ἄκρ. [[σκιά]], ὁ αὐτ. 932Β. 3) ἐπὶ ποιότητος ἢ ἰδιότητος, [[ἁγνός]], [[ἀπόλυτος]], ἄκρ. [[νοῦς]], Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20· πῶς... ἡ ἄκρ. [[δικαιοσύνη]] πρὸς ἀδικίαν ἄκρ. ἔχει, Πλάτ. Πολ. 545Α, πρβλ. 491Ε. 4) ἐπὶ καταστάσεων ἢ περιστάσεων, [[καθαρός]], [[ἀμιγής]], [[ἀπόλυτος]], [[ἐλευθερία]], [[ἡδονή]], Πλάτ. Πολ. 562D· [[ὀλιγαρχία]], Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 2, κτλ.· ἄκρ. [[νόμος]], [[ἀπόλυτος]] [[νόμος]], Πλάτ. Νόμ. 732Α· ἄκρ. [[ψεῦδος]], καθαρὸν [[ψεῦδος]], ὁ αὐτ. Πολ. 382C: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. [[ἀκράτως]], ἀπολύτως, ὁλοκλήρως, [[παντάπασι]], ἀκρ. [[μέλας]] ἢ [[λευκός]], Αἰλ. περὶ Ζ. 16, 11, Λουκ. Ἐνάλ. Διαλ. 1. 3. 5) ἐπὶ προσώπων, [[θερμός]], [[ἀκρατής]], [[ὑπερβολικός]], [[βίαιος]]· [[ἄκρατος]] ὀργήν, Αἰσχύλ. Πρ. 678· [[ἄκρατος]] ἐλθέ, ἐλθὲ μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου, Εὐρ. Κύκλ. 602. 6) [[οὕτως]] ἐπὶ αἰσθημάτων καὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα αἰσθανόμεθα· [[ἄκρατος]] [[ὀργή]], Ἀλκιδ. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 2· [[ἵμερος]], Σοφ. Ἀποσπ. 678· ἄκρ. [[διάρροια]], Θουκ. 2. 49· ἄκρ. [[καῦμα]], Ἀνθ. Π. 9. 71· [[φόβος]], Ἰώσηπ., κτλ. ΙΙ. συγκρ. ἀκρατέστερος, (ὡς ἐκ θετ. [[ἀκρατής]]), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 424D, Ἀριστ. Προβλ. 3. 3: - ὑπερθ. ἀκρατέστατος, Πλάτ. Φίλ. 53Α· ἀλλ’ ἀκρατότερος, Πλουτ. 2. 677C· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 254.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non mélangé, pur : [[ἄκρατος]] [[οἶνος]] vin pur ; ἄκρητοι <i>(ion.)</i> σπονδαί IL libations de vin pur ; [[ἄκρατος]] [[νοῦς]] XÉN pure intelligence;<br /><b>2</b> immodéré, excessif, violent : [[ἄκρατος]] ὀργήν ESCHL violent dans sa colère ; [[ἄκρατος]] [[ὀργή]] colère violente.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κεράννυμι]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[χαλίκρατος]].
}}
}}