3,274,216
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκρος''': -α, -ον, (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἀκὴ Ι.) ὁ εἰς τὸ ἀπώτατον [[σημεῖον]] ἢ [[ἄκρον]], [[ἑπομένως]] [[ὕψιστος]], Λατ. summus ἢ [[ἐξώτατος]], [[ἔσχατος]], Λατ. extremus: 1) [[ὕψιστος]], ὑψηλότατος, ἀκροτάτῃ κορυφῇ, Ἰλ. Α. 499, καὶ ἀλλ., ἐν ἄκρῃ πόλει = ἐν ἀκροπόλει, Ἰλ. Ζ. 88˙ ἐξ [[ἄκρης]] πόλιος, [[αὐτόθι]] 257˙ ἄκρῳ Ὀλύμπῳ, Ν. 523˙ Γαργάρῳ ἄκρῳ, Ξ. 352˙ λάψοντες... [[μέλαν]] [[ὕδωρ]] [[ἄκρον]], κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν [[αὐτοῦ]], Π. 162˙ ἄκρην [[ῥινόν]], τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ δέρματος, Ὀδ. Χ. 278, πρβλ. κατωτ. V˙ ἐπ’ [[ἄκρων]] ὀρέων, ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Σοφ. Ο. Τ. 1106˙ πρβλ. ἀπότομον˙ ― ὑπερθ. ἀκροτάτοις ὀρόφοισι, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140. 2) [[ἐξώτατος]], ἀπώτατος, κατ’ ἄκρας σπιλάδος, εἰς τὸ [[ἄκρον]] τῆς..., Σοφ. Τρ. 678˙ [[πεδίον]] ἐπ’ [[ἄκρον]], ὁ αὐτ. Ἀντ. 1197˙ ἰδίως ἐπὶ τῶν [[ἄκρων]] τοῦ σώματος, ἄκρη [[χείρ]], ἄκροι πόδες, [[ἄκρος]] [[ὦμος]], τὸ [[ἄκρον]] τῆς χειρός, τὰ [[ἄκρα]] τῶν ποδῶν, τὸ ἀκρότατον [[σημεῖον]] τοῦ ὤμου, Ἰλ. Ε. 336, Π. 640, κτλ., [[ἄκρος]] [[πούς]], [[χείρ]], ὁ [[πούς]], ἡ [[χείρ]], Ἡρόδ. 1. 119 καὶ πιθαν. Θουκ. 2. 49, πρβλ. [[ἀκρόχειρ]]˙ γλῶσσαν ἄκραν, Σοφ. Αἴ. 238˙ ἄκρας τῆς [[κόμης]], ἐκ τοῦ ἄκρου τοῦ φυλλώματος, Κρατῖν. Ἄδηλ. 138: ― ἐπ’ [[ἄκρων]] [δακτύλων] = [[ἀκροποδητί]], Σοφ. Αἴ. 1230, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ., οὕτω κωμικῶς, ἐπ’ [[ἄκρων]] πυγιδίων, ἐπὶ τοῦ ἄκρου τῆς οὐρᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 638, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 76Ε: ― ἀκροτάτοις χείλεσιν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 547. 8: ― οὐκ ἀπ’ ἄκρας φρενός, οὐχὶ ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ τῆς καρδίας, τ. ἐ. ἐκ [[μέσης]] καρδίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 805, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 242˙ [[ἄκρος]] [[μυελός]], ὁ [[ἐσώτατος]] [[μυελός]], ὁ αὐτ. Ἱππ. 255˙ ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις, [[ἁπλῶς]] μὲ τὰ [[ἄκρα]] τοῦ ἱστίου, ὅ ἐ. μὲ σχεδὸν συνεσταλμένα ἱστία πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ὁρμῆς τοῦ ἀνέμου, ὁ αὐτ. Μήδ. 524 ([[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: μὲ ἐντελῶς ἀναπεπταμένα ἱστία˙ ἀλλ’ ἴδε Ἀριστοφ. Βάτρ. 1000˙ καὶ [[αὐτόθι]]. τὸν Σχολ.). ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, τὸ [[ἄκρος]] σημαίνει τὸ πλῆρες, ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ, ὅτε ἦτο [[πλήρης]] [[ἑσπέρα]], Πινδ. Π. 11. 18˙ [[ἄκρον]] [[θέρος]], [[μέσον]] τοῦ θέρους, Ἱππ. Ἀφ. 1247˙ ἄκρας νυκτός, εἰς τὸ [[βάθος]] τῆς νυκτὸς [[ὅταν]] τὰ πάντα ἡσυχάζωσι, Σοφ. Αἴ. 285˙ πρβλ. [[ἀκρέσπερος]], ἂν καὶ ἔν τισι μεταγενεστέροις συνθέτοις [[ἄκρος]] σημαίνει ὅτι ὁ [[χρόνος]] [[μόλις]] ἦλθε, πρβλ. [[ἀκρόνυχος]], -φανής, [[ἀκρωρία]]. ΙΙΙ. ἐπὶ βαθμοῦ, ὁ [[ὕψιστος]] εἰς τὸ εἶδός του, πρῶτος, [[ἔξοχος]], [[ὑπέροχος]], Λατ. capitalis, 1) ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 5. 112., 6. 122, Αἰσχύλ. Ἀγ. 628˙ θεσφάτων [[γνώμων]] [[ἄκρος]], [[αὐτόθι]] 1130˙ [[μάντις]], Σοφ. Ἠλ. 1499˙ οἱ πάντῃ ἄκροι, οἱ ἀκρότατοι, Πλάτ. Θεαίτ. 148C˙ τοῖς ἄκροις τὰ [[ἄκρα]] ἀποδιδόναι, ὁ αὐτ. Πολ. 478Ε: ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς ἄκρου (κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[μέσος]]) ὡς ἐπὶ τάξεων ἐν πολιτείᾳ, Ἀριστ. Πολ. 4. 12, 4: ἐπὶ ἠθικῆς καταστάσεως, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 8˙ πρβλ. [[αὐτόθι]] 8, 1, καὶ [[ἄκρον]] ΙΙΙ: ― [[συχνάκις]] προστιθεμένης αἰτιατ. τρόπου ἢ τοῦ κατά τι, ψυχὴν οὐκ [[ἄκρος]], οὐχὶ ἰσχυρὸς τὸν νοῦν, Ἡρόδ. 5. 124˙ ἄκροι τὰ πολέμια, 7. 111˙ [[ἄκρος]] ὀργήν, [[ὀξύθυμος]], [[ταχέως]] ὀργιζόμενος, 1. 73˙ [[Εὐρώπη]] ἀρετὴν ἄκρη, 7. 5˙ οὕτω [[μετὰ]] γεν. τρόπου, οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 152Ε˙ τῆς φιλοσοφίας, Κλημ. Ἀλ., κτλ.: [[ὡσαύτως]], [[ἄκρος]] εἰς φιλοσοφίαν, Πλάτ. Πολ. 499C˙ περὶ ὁπλομαχίαν, ὁ αὐτ. Νόμ. 833Ε: ― οὕτω καὶ καθ’ ὑπερθ., [[ὕψιστος]], ἐξοχώτατος, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 148C, καὶ ἀλλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ὕψιστος]], [[ἄκρος]], [[ἔσχατος]], [[συμφορά]], Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4 (ὡς διωρθώθη)˙ [[νηστεία]], Δίφιλ. ἐν «Λημνίαις» 1: ― ὑπερθ., Πλάτ. Φίλ. 45Α. IV. ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λέξ. [[ἄκρα]], [[ἄκρον]]. V. οὐδέτερ. ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἢ τῆς ἐπιφανείας, ἐλαφρῶς ἐπὶ τοῦ ἄκρου, [[ἄκρον]] ἐπ’ ἀνθερίκων θέον, Ἰλ. Υ. 227˙ [[ἄκρον]] ἐπὶ ῥηγμῖνος, [[αὐτόθι]] 229˙ οὕτω, [[ἄκρα]] δ’ ἐπ’ αὐτᾶς βαθμῖδος, Ἀνθ. Π. 7. 428, 3. β) [[ὑπερβαλλόντως]], εἰς ὑπερβολήν, οὐδ’ [[ἄκρα]] τιμήεσσα, Θεόκρ. 27. 43˙ [[ἄκρον]] ἐρώτων εἰδότος, [[ἄκρα]] μάχας, Ἀνθ. Π. 7. 448˙ [[ἄκρον]] ἔχει σοφίης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 442. [[ἄκρα]] φέρουσ’ ἀρετῆς, [[αὐτόθι]] 224˙ πρβλ. [[ἄκρον]] ΙΙ. 2) [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ὁμαλῷ ἐπιρρ., ἄκρως ἀνεστάλθαι, [[εἶναι]] ἀνεσταλμένον κατὰ τὸ [[ἄκρον]], Ἱππ. Μοχλικ. 855. β) ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, [[παντάπασι]], Πλάτ. Πολ. 543Α, Ἀθήν. 248F˙ [[μόνος]] ἄκρως, Εὔφρων. ἐν «’Αδελφοῖς» 1. 5. | |lstext='''ἄκρος''': -α, -ον, (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἀκὴ Ι.) ὁ εἰς τὸ ἀπώτατον [[σημεῖον]] ἢ [[ἄκρον]], [[ἑπομένως]] [[ὕψιστος]], Λατ. summus ἢ [[ἐξώτατος]], [[ἔσχατος]], Λατ. extremus: 1) [[ὕψιστος]], ὑψηλότατος, ἀκροτάτῃ κορυφῇ, Ἰλ. Α. 499, καὶ ἀλλ., ἐν ἄκρῃ πόλει = ἐν ἀκροπόλει, Ἰλ. Ζ. 88˙ ἐξ [[ἄκρης]] πόλιος, [[αὐτόθι]] 257˙ ἄκρῳ Ὀλύμπῳ, Ν. 523˙ Γαργάρῳ ἄκρῳ, Ξ. 352˙ λάψοντες... [[μέλαν]] [[ὕδωρ]] [[ἄκρον]], κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν [[αὐτοῦ]], Π. 162˙ ἄκρην [[ῥινόν]], τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ δέρματος, Ὀδ. Χ. 278, πρβλ. κατωτ. V˙ ἐπ’ [[ἄκρων]] ὀρέων, ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Σοφ. Ο. Τ. 1106˙ πρβλ. ἀπότομον˙ ― ὑπερθ. ἀκροτάτοις ὀρόφοισι, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140. 2) [[ἐξώτατος]], ἀπώτατος, κατ’ ἄκρας σπιλάδος, εἰς τὸ [[ἄκρον]] τῆς..., Σοφ. Τρ. 678˙ [[πεδίον]] ἐπ’ [[ἄκρον]], ὁ αὐτ. Ἀντ. 1197˙ ἰδίως ἐπὶ τῶν [[ἄκρων]] τοῦ σώματος, ἄκρη [[χείρ]], ἄκροι πόδες, [[ἄκρος]] [[ὦμος]], τὸ [[ἄκρον]] τῆς χειρός, τὰ [[ἄκρα]] τῶν ποδῶν, τὸ ἀκρότατον [[σημεῖον]] τοῦ ὤμου, Ἰλ. Ε. 336, Π. 640, κτλ., [[ἄκρος]] [[πούς]], [[χείρ]], ὁ [[πούς]], ἡ [[χείρ]], Ἡρόδ. 1. 119 καὶ πιθαν. Θουκ. 2. 49, πρβλ. [[ἀκρόχειρ]]˙ γλῶσσαν ἄκραν, Σοφ. Αἴ. 238˙ ἄκρας τῆς [[κόμης]], ἐκ τοῦ ἄκρου τοῦ φυλλώματος, Κρατῖν. Ἄδηλ. 138: ― ἐπ’ [[ἄκρων]] [δακτύλων] = [[ἀκροποδητί]], Σοφ. Αἴ. 1230, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ., οὕτω κωμικῶς, ἐπ’ [[ἄκρων]] πυγιδίων, ἐπὶ τοῦ ἄκρου τῆς οὐρᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 638, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 76Ε: ― ἀκροτάτοις χείλεσιν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 547. 8: ― οὐκ ἀπ’ ἄκρας φρενός, οὐχὶ ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ τῆς καρδίας, τ. ἐ. ἐκ [[μέσης]] καρδίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 805, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 242˙ [[ἄκρος]] [[μυελός]], ὁ [[ἐσώτατος]] [[μυελός]], ὁ αὐτ. Ἱππ. 255˙ ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις, [[ἁπλῶς]] μὲ τὰ [[ἄκρα]] τοῦ ἱστίου, ὅ ἐ. μὲ σχεδὸν συνεσταλμένα ἱστία πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ὁρμῆς τοῦ ἀνέμου, ὁ αὐτ. Μήδ. 524 ([[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: μὲ ἐντελῶς ἀναπεπταμένα ἱστία˙ ἀλλ’ ἴδε Ἀριστοφ. Βάτρ. 1000˙ καὶ [[αὐτόθι]]. τὸν Σχολ.). ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, τὸ [[ἄκρος]] σημαίνει τὸ πλῆρες, ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ, ὅτε ἦτο [[πλήρης]] [[ἑσπέρα]], Πινδ. Π. 11. 18˙ [[ἄκρον]] [[θέρος]], [[μέσον]] τοῦ θέρους, Ἱππ. Ἀφ. 1247˙ ἄκρας νυκτός, εἰς τὸ [[βάθος]] τῆς νυκτὸς [[ὅταν]] τὰ πάντα ἡσυχάζωσι, Σοφ. Αἴ. 285˙ πρβλ. [[ἀκρέσπερος]], ἂν καὶ ἔν τισι μεταγενεστέροις συνθέτοις [[ἄκρος]] σημαίνει ὅτι ὁ [[χρόνος]] [[μόλις]] ἦλθε, πρβλ. [[ἀκρόνυχος]], -φανής, [[ἀκρωρία]]. ΙΙΙ. ἐπὶ βαθμοῦ, ὁ [[ὕψιστος]] εἰς τὸ εἶδός του, πρῶτος, [[ἔξοχος]], [[ὑπέροχος]], Λατ. capitalis, 1) ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 5. 112., 6. 122, Αἰσχύλ. Ἀγ. 628˙ θεσφάτων [[γνώμων]] [[ἄκρος]], [[αὐτόθι]] 1130˙ [[μάντις]], Σοφ. Ἠλ. 1499˙ οἱ πάντῃ ἄκροι, οἱ ἀκρότατοι, Πλάτ. Θεαίτ. 148C˙ τοῖς ἄκροις τὰ [[ἄκρα]] ἀποδιδόναι, ὁ αὐτ. Πολ. 478Ε: ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς ἄκρου (κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[μέσος]]) ὡς ἐπὶ τάξεων ἐν πολιτείᾳ, Ἀριστ. Πολ. 4. 12, 4: ἐπὶ ἠθικῆς καταστάσεως, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 8˙ πρβλ. [[αὐτόθι]] 8, 1, καὶ [[ἄκρον]] ΙΙΙ: ― [[συχνάκις]] προστιθεμένης αἰτιατ. τρόπου ἢ τοῦ κατά τι, ψυχὴν οὐκ [[ἄκρος]], οὐχὶ ἰσχυρὸς τὸν νοῦν, Ἡρόδ. 5. 124˙ ἄκροι τὰ πολέμια, 7. 111˙ [[ἄκρος]] ὀργήν, [[ὀξύθυμος]], [[ταχέως]] ὀργιζόμενος, 1. 73˙ [[Εὐρώπη]] ἀρετὴν ἄκρη, 7. 5˙ οὕτω [[μετὰ]] γεν. τρόπου, οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 152Ε˙ τῆς φιλοσοφίας, Κλημ. Ἀλ., κτλ.: [[ὡσαύτως]], [[ἄκρος]] εἰς φιλοσοφίαν, Πλάτ. Πολ. 499C˙ περὶ ὁπλομαχίαν, ὁ αὐτ. Νόμ. 833Ε: ― οὕτω καὶ καθ’ ὑπερθ., [[ὕψιστος]], ἐξοχώτατος, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 148C, καὶ ἀλλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ὕψιστος]], [[ἄκρος]], [[ἔσχατος]], [[συμφορά]], Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4 (ὡς διωρθώθη)˙ [[νηστεία]], Δίφιλ. ἐν «Λημνίαις» 1: ― ὑπερθ., Πλάτ. Φίλ. 45Α. IV. ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λέξ. [[ἄκρα]], [[ἄκρον]]. V. οὐδέτερ. ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἢ τῆς ἐπιφανείας, ἐλαφρῶς ἐπὶ τοῦ ἄκρου, [[ἄκρον]] ἐπ’ ἀνθερίκων θέον, Ἰλ. Υ. 227˙ [[ἄκρον]] ἐπὶ ῥηγμῖνος, [[αὐτόθι]] 229˙ οὕτω, [[ἄκρα]] δ’ ἐπ’ αὐτᾶς βαθμῖδος, Ἀνθ. Π. 7. 428, 3. β) [[ὑπερβαλλόντως]], εἰς ὑπερβολήν, οὐδ’ [[ἄκρα]] τιμήεσσα, Θεόκρ. 27. 43˙ [[ἄκρον]] ἐρώτων εἰδότος, [[ἄκρα]] μάχας, Ἀνθ. Π. 7. 448˙ [[ἄκρον]] ἔχει σοφίης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 442. [[ἄκρα]] φέρουσ’ ἀρετῆς, [[αὐτόθι]] 224˙ πρβλ. [[ἄκρον]] ΙΙ. 2) [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ὁμαλῷ ἐπιρρ., ἄκρως ἀνεστάλθαι, [[εἶναι]] ἀνεσταλμένον κατὰ τὸ [[ἄκρον]], Ἱππ. Μοχλικ. 855. β) ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, [[παντάπασι]], Πλάτ. Πολ. 543Α, Ἀθήν. 248F˙ [[μόνος]] ἄκρως, Εὔφρων. ἐν «’Αδελφοῖς» 1. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>A.</b> <i>adj.</i> extrême :<br /><b>I.</b> <i>lieu</i>;<br /><b>1</b> le plus haut : [[ἄκρη]] [[πόλις]] IL la partie haute de la ville, la citadelle (<i>cf.</i> [[ἀκρόπολις]]) ; ἐπ’ ἄκρων ὀρέων SOPH au sommet des montagnes;<br /><b>2</b> le plus au dehors : [[ἄκρη]] [[χείρ]] IL l’extrémité de la main ; ἄκροι πόδες IL le bout des pieds;<br /><b>3</b> le plus profond ; <i>fig.</i> [[ἄκρος]] μυελὸς ψυχῆς EUR le plus profond de la moelle de l’âme;<br /><b>II.</b> <i>temps</i> ce qui arrive au moment <i>ou</i> au point culminant : ἄκρας νυκτός SOPH au plus profond de la nuit, au milieu de la nuit;<br /><b>III.</b> <i>degré</i>;<br /><b>1</b> le plus haut, supérieur : [[ἄκρος]] [[μάντις]] SOPH devin supérieur dans son art ; ἄκροι τὰ πολέμια HDT supérieurs dans les choses de la guerre;<br /><b>2</b> qui parle <i>ou</i> agit exactement comme il convient ; exact, sûr : [[σοι]] [[μάντις]] εἰμὶ τῶνδ’ [[ἄκρος]] SOPH voilà ce que je te prédis à coup sûr;<br /><b>B.</b> <i>subst.</i> <b>I.</b> ἡ [[ἄκρα]] <i>q.v.</i><br /><b>II.</b> τὸ [[ἄκρον]] :<br /><b>1</b> le sommet : τὰ [[ἄκρα]] les hauteurs;<br /><b>2</b> le point le plus avancé, le point extrême, l’extrémité;<br /><b>III.</b> τὰ [[ἄκρα]] le plus haut rang;<br /><b>C.</b> <i>adv.</i> • [[ἄκρον]], • [[ἄκρα]] :<br /><b>1</b> au sommet;<br /><b>2</b> au plus haut point, d’une façon supérieure.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀκ, être aigu. | |||
}} | }} |