Anonymous

ἀκροποδητί: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροποδητί''': ἢ -ῑτί [τῑ], ἐπίρρ. (ποὺς) ἐπὶ [[ἄκρων]] τῶν ποδῶν βαίνειν, λάθρᾳ, ἡσύχως, Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 1, κτλ.
|lstext='''ἀκροποδητί''': ἢ -ῑτί [τῑ], ἐπίρρ. (ποὺς) ἐπὶ [[ἄκρων]] τῶν ποδῶν βαίνειν, λάθρᾳ, ἡσύχως, Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 1, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sur la pointe du pied.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[πούς]].
}}
}}