3,274,408
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκουσμα''': [ᾰκ], ατος, τό, τὸ ἀκουσθέν, ὡς ἡ [[μουσική]], ἥδιστον ἄκ., τὸ γλυκύτατον [[ἄκουσμα]] [[ὅπερ]] τὸ οὖς εἰσδέχεται, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1, 31· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 7, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 115· ἀκ. καὶ ὁράματα, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 7. 2) [[φήμη]], [[εἴδησις]], [[διήγημα]], Σοφ. Ο. Κ. 517 (λυρ.). | |lstext='''ἄκουσμα''': [ᾰκ], ατος, τό, τὸ ἀκουσθέν, ὡς ἡ [[μουσική]], ἥδιστον ἄκ., τὸ γλυκύτατον [[ἄκουσμα]] [[ὅπερ]] τὸ οὖς εἰσδέχεται, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1, 31· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 7, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 115· ἀκ. καὶ ὁράματα, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 7. 2) [[φήμη]], [[εἴδησις]], [[διήγημα]], Σοφ. Ο. Κ. 517 (λυρ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> ce qu’on entend (parole, musique, <i>etc.</i>) ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> récit, nouvelle, bruit;<br /><b>2</b> enseignement, précepte;<br /><b>II.</b> τὰ ἀκούσματα ceux qu’on écoute, troupe de musiciens.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]]. | |||
}} | }} |