Anonymous

ἄκουσμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκουσμα''': [ᾰκ], ατος, τό, τὸ ἀκουσθέν, ὡς ἡ [[μουσική]], ἥδιστον ἄκ., τὸ γλυκύτατον [[ἄκουσμα]] [[ὅπερ]] τὸ οὖς εἰσδέχεται, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1, 31· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 7, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 115· ἀκ. καὶ ὁράματα, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 7. 2) [[φήμη]], [[εἴδησις]], [[διήγημα]], Σοφ. Ο. Κ. 517 (λυρ.).
|lstext='''ἄκουσμα''': [ᾰκ], ατος, τό, τὸ ἀκουσθέν, ὡς ἡ [[μουσική]], ἥδιστον ἄκ., τὸ γλυκύτατον [[ἄκουσμα]] [[ὅπερ]] τὸ οὖς εἰσδέχεται, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1, 31· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 7, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 115· ἀκ. καὶ ὁράματα, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 7. 2) [[φήμη]], [[εἴδησις]], [[διήγημα]], Σοφ. Ο. Κ. 517 (λυρ.).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> ce qu’on entend (parole, musique, <i>etc.</i>) ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> récit, nouvelle, bruit;<br /><b>2</b> enseignement, précepte;<br /><b>II.</b> τὰ ἀκούσματα ceux qu’on écoute, troupe de musiciens.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]].
}}
}}