Anonymous

ἁμαξεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμαξεύς''': έως, ὁ, = ἁμαξηλάτης, Δίων Χρ.: [[βοῦς]] ἁμ., ὁ σύρων ἅμαξαν, Πλουτ. Δίων 38.
|lstext='''ἁμαξεύς''': έως, ὁ, = ἁμαξηλάτης, Δίων Χρ.: [[βοῦς]] ἁμ., ὁ σύρων ἅμαξαν, Πλουτ. Δίων 38.
}}
{{bailly
|btext=ἐως (ὁ) :<br /><b>1</b> voiturier;<br /><b>2</b> qui traîne un chariot.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]].
}}
}}