Anonymous

ἀλύσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλύσσω''': (ἴδε ἐν λ. [[ἀλύω]]) εἶμαι [[ἀνήσυχος]], εἶμαι ἐν θλίψει· ὁ ἐνεστ. μόνον ἐν Ἰλ. Χ. 70: ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ· μέλλ. ἀλύξει τε καὶ ῥίψει ἑαυτήν, θὰ ἀνησυχήσῃ καὶ θά..., Ἱππ. 589, 51: ὑπερσυντ. παθ. ἀλάλυκτο, = εἶχεν ἀνησυχήσῃ, Κόϊντ. Σμ. 14. 24.
|lstext='''ἀλύσσω''': (ἴδε ἐν λ. [[ἀλύω]]) εἶμαι [[ἀνήσυχος]], εἶμαι ἐν θλίψει· ὁ ἐνεστ. μόνον ἐν Ἰλ. Χ. 70: ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ· μέλλ. ἀλύξει τε καὶ ῥίψει ἑαυτήν, θὰ ἀνησυχήσῃ καὶ θά..., Ἱππ. 589, 51: ὑπερσυντ. παθ. ἀλάλυκτο, = εἶχεν ἀνησυχήσῃ, Κόϊντ. Σμ. 14. 24.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀλύξω]];<br /><b>1</b> être agité, inquiet;<br /><b>2</b> être transporté de rage <i>en parl. de chiens</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀλύσκω]] et [[ἀλύω]].
}}
}}