Anonymous

ἀλοιητήρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλοιητήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ἀλοιάω]]) ὁ ἁλωνίζων, κατατρίβων, [[σίδηρος]], Νόνν. Δ. 17. 237: ἀλ. ὀδόντες, οἱ τραπεζῖται ἢ γόμφιοι, Λατ. inolares Ἀνθ. Π. 11. 379.
|lstext='''ἀλοιητήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ἀλοιάω]]) ὁ ἁλωνίζων, κατατρίβων, [[σίδηρος]], Νόνν. Δ. 17. 237: ἀλ. ὀδόντες, οἱ τραπεζῖται ἢ γόμφιοι, Λατ. inolares Ἀνθ. Π. 11. 379.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui broie ; ἀλοιητῆρες ὀδόντες dents molaires.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλοιάω]].
}}
}}