Anonymous

ἀναθέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναθέω''': [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]], [[ἐπάνω]], ἀναρριχῶμαι δρομαίως, ἐπί δένδρα Αἰλ. Περὶ Ζ. 5. 54, κτλ. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἀναδίδω, [[ἀναβλαστάνω]]. II. [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] [[ὀπίσω]], [[ἐπανέρχομαι]], Πλάτ. Τίμ. 60C
|lstext='''ἀναθέω''': [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]], [[ἐπάνω]], ἀναρριχῶμαι δρομαίως, ἐπί δένδρα Αἰλ. Περὶ Ζ. 5. 54, κτλ. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἀναδίδω, [[ἀναβλαστάνω]]. II. [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] [[ὀπίσω]], [[ἐπανέρχομαι]], Πλάτ. Τίμ. 60C
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> monter vivement (à la surface de l’eau);<br /><b>2</b> grimper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[θέω]].
}}
}}