Anonymous

ἀναπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπέτομαι''': ποιητ. ἀμπέταμαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270: μέλλ. -πτήσομαι: ἀόρ. ἀνεπτόμην ἢ ἀνεπτάμην, παρὰ δὲ Τραγ. καὶ ἀνέπτην: (ἴδε [[πέτομαι]], = [[ἀνίπταμαι]], [[ἀφίπταμαι]], ἢν ... ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανὸν Ἡρόδ. 4. 132, πρβλ. 5. 55· οἰχήσονται ἀναπτόμενοι Ἀντιφῶν παρ’ Ἀθην. 397D· [[ἀμπτᾶσα]] δ’ [[ὡσεὶ]] [[κόνις]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 782· αἰθερία δ’ ἀνέπτα Εὐρ. Μήδ. 440· ἀν. ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα ὁ αὐτ. Ἴων 796· [[ἀναπέτομαι]] δὴ πρὸς Ὄλυμπον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1372, πρβλ. 35, Λυσ. 774· εἰ ... πτηνὸς γενόμενος ἀναπτοῖτο, Πλάτ. Φαίδων 109Ε· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσομαι ὁ αὐτ. Νόμ. 905Α, Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.: - μεταφ., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται Εὐρ. Ἀνδρ. 1219. 2) μεταφ. [[ὡσαύτως]], εἶμαι ἕτοιμος νὰ πετάξω, περιχαρὴς δ’ ἀνεπτόμαν (Λαυρ. Χειρ. ἀνεπτάμαν) «πέταξα ἀπὸ τὴν χαράν μου», Σοφ. Αἴ. 693· ἀνέπταν φόβῳ, «ἐτρόμαξα», «πετάχθηκα ἀπὸ τὸν φόβον μου», ὁ αὐτ. Ἀντ. 1307· πρβλ. [[ἀναπτερόω]] Ι. 2, [[μετεωρίζω]] ΙΙ. - Ὁ [[τύπος]] [[ἀναπετάω]] [[εἶναι]] [[λίαν]] μεταγεν., «κωνώπια ἀναπετώμενα εἰς ὀρθὸν ἄνω» Γεωπ. ΙΙ. 5, 12, -«ἀναπτήτω, ἀναπετασθήτω» Ἡσύχ. - «ἀναπτομένας, ἀναπετασθείσας» ὁ αὐτ.
|lstext='''ἀναπέτομαι''': ποιητ. ἀμπέταμαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270: μέλλ. -πτήσομαι: ἀόρ. ἀνεπτόμην ἢ ἀνεπτάμην, παρὰ δὲ Τραγ. καὶ ἀνέπτην: (ἴδε [[πέτομαι]], = [[ἀνίπταμαι]], [[ἀφίπταμαι]], ἢν ... ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανὸν Ἡρόδ. 4. 132, πρβλ. 5. 55· οἰχήσονται ἀναπτόμενοι Ἀντιφῶν παρ’ Ἀθην. 397D· [[ἀμπτᾶσα]] δ’ [[ὡσεὶ]] [[κόνις]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 782· αἰθερία δ’ ἀνέπτα Εὐρ. Μήδ. 440· ἀν. ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα ὁ αὐτ. Ἴων 796· [[ἀναπέτομαι]] δὴ πρὸς Ὄλυμπον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1372, πρβλ. 35, Λυσ. 774· εἰ ... πτηνὸς γενόμενος ἀναπτοῖτο, Πλάτ. Φαίδων 109Ε· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσομαι ὁ αὐτ. Νόμ. 905Α, Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.: - μεταφ., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται Εὐρ. Ἀνδρ. 1219. 2) μεταφ. [[ὡσαύτως]], εἶμαι ἕτοιμος νὰ πετάξω, περιχαρὴς δ’ ἀνεπτόμαν (Λαυρ. Χειρ. ἀνεπτάμαν) «πέταξα ἀπὸ τὴν χαράν μου», Σοφ. Αἴ. 693· ἀνέπταν φόβῳ, «ἐτρόμαξα», «πετάχθηκα ἀπὸ τὸν φόβον μου», ὁ αὐτ. Ἀντ. 1307· πρβλ. [[ἀναπτερόω]] Ι. 2, [[μετεωρίζω]] ΙΙ. - Ὁ [[τύπος]] [[ἀναπετάω]] [[εἶναι]] [[λίαν]] μεταγεν., «κωνώπια ἀναπετώμενα εἰς ὀρθὸν ἄνω» Γεωπ. ΙΙ. 5, 12, -«ἀναπτήτω, ἀναπετασθήτω» Ἡσύχ. - «ἀναπτομένας, ἀναπετασθείσας» ὁ αὐτ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀναπτήσομαι]], <i>ao.2</i> [[ἀνεπτόμην]];<br />s’envoler ; <i>fig.</i> s’élancer, bondir (<i>de joie ou de peur</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πέτομαι]].
}}
}}