Anonymous

ἀνάρμοστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάρμοστος''': -ον, [[ἀκατάλληλος]], [[ἀσύμφωνος]], δυσανάλογος, Ἡρόδ. 3. 80, Ξεν. κτλ.: - ἐπὶ ἤχου, [[παράφωνος]], παράχορδος, [[ἄνευ]] ἁρμονίας, ὁ αὐτ. Φαίδων 93C, Συμπ. 206C, Τίμ. 80Α· τὸ ἀνάρμοστον, ἀντίθ. πρὸς τὸ εὐάρμοστον, Θεαίτ. 178D: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 590Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[φορτικός]], [[ἀπειρόκαλος]], [[ἀλλόκοτος]], Λατ. ineptus, [[τυφογέρων]] εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908. 2) ὁ μὴ παρεσκευασμένος, [[πρός]] τι, καὶ οὐκ ἀνάρμοστοι πρὸς ἕκαστον αὐτῶν ἐσόμεθα Θουκ. 7. 67.
|lstext='''ἀνάρμοστος''': -ον, [[ἀκατάλληλος]], [[ἀσύμφωνος]], δυσανάλογος, Ἡρόδ. 3. 80, Ξεν. κτλ.: - ἐπὶ ἤχου, [[παράφωνος]], παράχορδος, [[ἄνευ]] ἁρμονίας, ὁ αὐτ. Φαίδων 93C, Συμπ. 206C, Τίμ. 80Α· τὸ ἀνάρμοστον, ἀντίθ. πρὸς τὸ εὐάρμοστον, Θεαίτ. 178D: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 590Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[φορτικός]], [[ἀπειρόκαλος]], [[ἀλλόκοτος]], Λατ. ineptus, [[τυφογέρων]] εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908. 2) ὁ μὴ παρεσκευασμένος, [[πρός]] τι, καὶ οὐκ ἀνάρμοστοι πρὸς ἕκαστον αὐτῶν ἐσόμεθα Θουκ. 7. 67.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne s’adapte pas, disproportionné;<br /><b>2</b> discordant (son);<br /><b>3</b> <i>fig.</i> inepte, absurde;<br /><b>4</b> non approprié, non préparé : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἁρμόττω]].
}}
}}