3,273,730
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνᾰγώνιστος''': -ον, [[ἄνευ]] ἁμίλλης ἢ ἀγῶνος, ἀναγ. ἀπιέναι Θουκ. 4. 92: ὁ [[μηδέποτε]] ἀγωνισθεὶς περὶ βραβείου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· ἀναγ. περὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ [[μηδόλως]] ἀγωνιζόμενος, μηδεμίαν καταβάλλων προσπάθειαν [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Νόμ. 845C. | |lstext='''ἀνᾰγώνιστος''': -ον, [[ἄνευ]] ἁμίλλης ἢ ἀγῶνος, ἀναγ. ἀπιέναι Θουκ. 4. 92: ὁ [[μηδέποτε]] ἀγωνισθεὶς περὶ βραβείου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· ἀναγ. περὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ [[μηδόλως]] ἀγωνιζόμενος, μηδεμίαν καταβάλλων προσπάθειαν [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Νόμ. 845C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’engage pas de lutte;<br /><b>2</b> qui n’a jamais disputé le prix;<br /><b>3</b> sans conflit LSJ.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀγωνίζομαι]]. | |||
}} | }} |