Anonymous

ἀμφιδύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιδύω''': περιενδύω, [[περιβάλλω]], τινί τι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1053: - Μέσ., [[περιβάλλω]] ἐμαυτόν, ἐνδύομαι, ἀμφιδύσεται χροΐ [πέπλον] Σοφ. Τρ. 605.
|lstext='''ἀμφιδύω''': περιενδύω, [[περιβάλλω]], τινί τι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1053: - Μέσ., [[περιβάλλω]] ἐμαυτόν, ἐνδύομαι, ἀμφιδύσεται χροΐ [πέπλον] Σοφ. Τρ. 605.
}}
{{bailly
|btext=vêtir : [[τί]] τινι qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δύω]].
}}
}}