3,273,650
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάχῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναχέω]]) [[ἔκχυσις]], χολῆς Ἀρετ. Χρ. Νούσ. Θερ. 1. 15. 2) ἡ τῆς ἀσωτίας ἀν., τὸ τῆς ἀσωτίας ἀκόλαστον, Πέτρ. Ἐπιστ. Α. δ΄, 4. ΙΙ. [[λιμνοθάλασσα]], «λέγονται δὲ ἀναχύσεις αἱ πληρούμεναι τῇ θαλάττῃ κοιλάδες ἐν ταῖς πλημμυρίσι καὶ ποταμῶν δίκην ἀνάπλους εἰς τὴν μεσόγαιαν ἔχουσαι» Στράβ. Γ΄, 140. | |lstext='''ἀνάχῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναχέω]]) [[ἔκχυσις]], χολῆς Ἀρετ. Χρ. Νούσ. Θερ. 1. 15. 2) ἡ τῆς ἀσωτίας ἀν., τὸ τῆς ἀσωτίας ἀκόλαστον, Πέτρ. Ἐπιστ. Α. δ΄, 4. ΙΙ. [[λιμνοθάλασσα]], «λέγονται δὲ ἀναχύσεις αἱ πληρούμεναι τῇ θαλάττῃ κοιλάδες ἐν ταῖς πλημμυρίσι καὶ ποταμῶν δίκην ἀνάπλους εἰς τὴν μεσόγαιαν ἔχουσαι» Στράβ. Γ΄, 140. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> épanchement (de bile) ; <i>fig.</i> épanchement de l’âme ; <i>en mauv. part</i> désordre des mœurs;<br /><b>2</b> estuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναχέω]]. | |||
}} | }} |